[ᾰκ], ον, spinous, Thphr. HP 3.10.1.
[Seite 825] mit Dornen versehen, Theophr.
ἐνάκανθος: -ον, ἔχων ἀκάνθας, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 10. 1.
-η, -ο (AM ἐνάκανθος, -ον)αυτός που έχει αγκάθια, ο αγκαθωτός.