κελευστός

Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κελευστή, κελευστόν, ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.

Greek Monolingual

κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κελευστός: -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

Middle Liddell

κελεύω
ordered, commanded, Luc.