τό, Dim. of νᾶμα, Theophrastus Ign.29, Phylarch.65J.
[Seite 228] τό, dim. von νᾶμα, Ath. III, 73 a.
νᾱμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νᾶμα, Θεοφρ. π. Πυρ. 29, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 73C.
ναμάτιον, τὸ (ΑΜ) νάμα(υποκορ. του νάμα) μικρό ρεύμα.