φρατρίαρχος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1303] ὁ, Vorsteher einer φρατρία, magister curiae, Dem. 57, 23.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef ou président d'une phratrie.
Étymologie: φρατρία, ἄρχω.
Greek (Liddell-Scott)
φρᾱτρίαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος φρατρίας, Δημ. 305. 22˙ πρβλ. φρήταρχος.
Greek Monolingual
και φρήταρχος, ὁ, Α
αρχηγός φρατρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρατρία + -αρχος].