ἀποσκυδμαίνω

Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

to be enraged with, μὴ.. ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.

Spanish (DGE)

irritarse contra μὴ ... ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν Il.24.65.

German (Pape)

[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.

French (Bailly abrégé)

s'irriter contre, τινι.
Étymologie: ἀπό, σκυδμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκυδμαίνω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

be utterly indignant at; τινί, imp., Il. 24.65†.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και -σκύζω) σκυδμαίνω
είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.