χόρδευμα

Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, sausage, blackpudding, Ar.Eq.315.

German (Pape)

[Seite 1364] τό, der Wurstdarm, die Wurst, Ar. Equ. 315.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
andouille, boudin.
Étymologie: χορδεύω.

Russian (Dvoretsky)

χόρδευμα: ατος τό колбаса Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χόρδευμα: τό, ἀλλᾶς, «λουκάνικον», Ἀριστοφ. Ἱππ. 315.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α χορδεύω
το αποτέλεσμα του χορδεύω.

Greek Monotonic

χόρδευμα: τό, λουκάνικο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χόρδευμα, ατος, τό,
a sausage or black-pudding, Ar. [from χορδεύω