ἀκροτελές, pointed, γένειον Hp.Ep.23 (Democr.).
-ές puntiagudo, γένειον Democr. en Hp.Ep.23.
ἀκροτελής, -ὲς (Α)αυτός που έχει αιχμηρή απόληξη, ο μυτερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -τελὴς < τέλος.