νομισματοπώλης

Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

νομισματοπώλου, ὁ, money-changer, Poll.7.170.

Greek (Liddell-Scott)

νομισμᾰτοπώλης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, Πολυδ. Ζ΄, 170.

Greek Monolingual

ο (Α νομισματοπώλης)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, αργυραμοιβός
νεοελλ.
πωλητής αρχαίων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -πώλης (< πωλῶ)].

German (Pape)

ὁ, Münzenhändler, Geldwechsler (?).