ποτίκολλος

Revision as of 12:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ποτίκολλον, Dor. for πρόσκολλος, Pi.Fr.241.

German (Pape)

dor. = πρόσκολλος.

Russian (Dvoretsky)

ποτίκολλος: дор. Pind. = πρόσκολλος.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκολλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πρόσκ-, Πινδ. Ἀποσπ. 280.

English (Slater)

ποτίκολλος stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος, σύγ-κολλος].