κηροτέχνης

Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κηροτέχνου, ὁ, modeller in wax, Anacreont.10.9.

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

κηροτέχνης: ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.

Greek Monotonic

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.

Middle Liddell

κηρο-τέχνης, ου,
a modeller in wax, Anacreont.