χειροβρώς

Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, gnawing the arms, δεσμός Stesich.4.

German (Pape)

[Seite 1345] ῶτος, die Hände verzehrend, nagend, reibend, δεσμός Stesich. bei Zenob. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

χειροβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων, ἀναλίσκων τὰς σάρκας τῆς χειρός, δεσμὸς Στησίχορος 4· «χειροβρῶτι δεσμῷ. τοῖς πυκτικοῖς ἱμᾶσι· διὰ τὸ τὰς σάρκας διακόπτειν καὶ ἀναλίσκειν. Βέλτιον δὲ τὸν δεσμὸν ἀκούειν τὸν ἀποβιβρώσκοντα τὼ χεῖρε· ἐδέθη γὰρ ἐν τινι πέτρᾳ, ὡς Στησίχορος ἐν ἀρχῇ τῶν ἐπὶ Πελίᾳ ἄθλων» Ζηνόβ. 6. 44 ἐν Παροιμιογράφ. σ. 390, ἔκδ. Gaisf., πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέγει.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκοβρώς].