βάψιμον, to be dyed, Lysis ap.Iamb.VP17.76.
[Seite 440] zu färben, Iambl.
βάψιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ βάψῃ, Ἰαμβλ. β. Πυθ. 17.