παμπόρφυρος

Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

παμπόρφυρον, all-purple, Pi.O.6.55.

German (Pape)

[Seite 454] ganz purpurn, Pind. Ol. 6, 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout empourpré.
Étymologie: πᾶν, πορφύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπόρφυρος -ον [πᾶς, πορφύρα] geheel purper.

Russian (Dvoretsky)

παμπόρφῠρος: весь пурпурный (ἀκτῖνες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

παμπόρφῠρος: -ον, ὁλοπόρφυρος, Πινδ. Ο. 6. 91.

English (Slater)

παμπόρφῠρος, -ον deep-purple ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι (O. 6.55)

Greek Monolingual

παμπόρφυρος, -ον (Α)
κατακόκκινος, ολοπόρφυρος («ξανθαῑς καὶ παμπορφύροις ἀκτῑσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πορφυρός].

Greek Monotonic

παμπόρφῠρος: -ον (πορφύρω), ολοπόρφυρος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

παμ-πόρφῠρος, ον, πορφύρω
all-purple, Pind.