ἁγνισμός
English (LSJ)
ὁ,
A purification, expiation, ἁ. ποιεῖσθαι D.H.3.22; τοῖς ἁ. τοῖς πρὸ τῶν Θεσμοφορίων SIG 1219.19 (Gambreion); τῷ ὕδατι τοῦ ἁ. LXX Nu.6.5.
German (Pape)
[Seite 17] ὁ, Reinigung, Plut. Qu. Rom. 68.
ὁ,
A purification, expiation, ἁ. ποιεῖσθαι D.H.3.22; τοῖς ἁ. τοῖς πρὸ τῶν Θεσμοφορίων SIG 1219.19 (Gambreion); τῷ ὕδατι τοῦ ἁ. LXX Nu.6.5.
[Seite 17] ὁ, Reinigung, Plut. Qu. Rom. 68.