γονώδης
English (LSJ)
γονώδες, = γονοειδής, Hp.Coac.446.
Spanish (DGE)
-ες
semejante a esperma subst. neutr. plu. (κοιλίη) διαδιδοῦσα σμικρὰ γονώδεα, μυξώδεα en las heces, Hp.Coac.446.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γονώδης: ες,= γονοειδής, Ἱππ. Κωακ. 190.