μαργαρίς

Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, a kind of
A palm tree, Plin.HN13.42.
II v. μαργαρίτης 1.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
avec ou sans λίθος;
perle.
Étymologie: DELG emprunt à l'iranien, lui-même du skr. manjari « perle ».

Greek Monolingual

μαργαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος φοίνικα
2. μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάργαρος + επίθημα -ίς (πρβλ. λατ. margaris)].

German (Pape)

ίδος, ἡ, Sp., wie Philostr. v. Ap. 3.53, = μαργαρίτης, s. Lobeck Parall. 52.