σκιρῶδες,A of a hard nature, callous, Poll.4.203, Gal.6.527.II 'obstinate', of epilepsy, Id.11.374.
σκῑρώδης: -ες, (εἶδος;) ὁ τὴν φύσιν σκληρός, ἐσκληρυμμένος, τυλώδης, ξηρός, Πολυδ. Δ΄, 203, Γαλην.
-ες / σκυρώδης, -ῶδες, ΝΑβλ. σκιρρώδης.