τέταρτος

Revision as of 11:57, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

η, ον, Ep. also τέτρᾰτος (q.v.), Boeot. πέτρᾰτος (q.v.),
A fourth, Il.23.301, etc.
II τὸ τέταρτον as adverb, the fourth time, 5.438, etc.: without Art., fourthly, Pl.Phdr.266e: regul. Adv. τετάρτως, fourfold, Id.Ti.86a.
2 (sc. μέρος) a quarter, D.S.1.50, POxy.1293.25 (ii A.D.).
III ἡ τετάρτη:
1 (sc. ἡμέρα) the fourth day, Hes.Op.800, X.An.4.8.21.
2 (sc. μοῖρα) a liquid measure, Hdt.6.57:—also, a measure of weight, λαβὼν χρυσοῦ τετάρτας PMag.Leid.V.6.24, cf. 6.22.
b a fourth part, ἐπὶ τετάρταις ἐργάζονται τῶν καρπῶν Str.15.1.40.
3 tax of 25%, τ. ἐπὶ τοῖς καρποῖς App.Mith.83, cf. SIG4.8 (Cyzicus, vi B.C.); ὧν τετάρτη goods which pay a tax of 25%, PCair.Zen.12.59,70, al. (iii B.C.); τ. σιτοποιῶν ib.206.34 (iii B.C.).
IV Τέταρτος, ὁ, a month in Locris, GDI1901.2, 2097.5 (Delph., ii B.C.). (Skt. caturthás, Lith. ketvir̃tas, Lat. quartus, etc.: l.-E. qu̯eturto- and qu̯etu̯ṛto-.)

German (Pape)

[Seite 1096] ep. auch τέτρατος, der vierte; Hom. in beiden Formen; auch Pind.; τὸ τέταρτον, auch zusammengeschrieben τοτέταρτον, zum vierten Mal, Il. 5, 438. 16, 705; τετάρτως, viertens, Plat. Tim. 86 a; vgl. Lob. Phryn. 311; – ἡ τετάρτη, ein Maaß für flüssige Dinge, ein Quart, Her. 6, 57. – Aber sc. ἡμέρα, der vierte Tag, Hes. O. 802.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
quatrième ; subst. :
1 τὸ τέταρτον (μέρος) le quart ; adv. • τὸ τέταρτον pour la quatrième fois;
2 ἡ τετάρτη (μερίς ou μοῖρα) HDT quart ou quarte mesure pour les liquides ; (s.e. ἡμέρα) XÉN le quatrième jour.
Étymologie: τέσσαρες ; cf. lat. quartus.

Russian (Dvoretsky)

τέταρτος: эп. тж. τέτρᾰτος 3 четвертый Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τέταρτος: Ἐπικ. ὡσαύτως τέτρᾰτος (ὃ ἴδε), η, ον, ὁ μετὰ τρεῖς ἄλλους, Λατ. quartus, Ὅμ., κλπ. ΙΙ. τὸ τέταρτον, ὡς ἐπίρρ., τετάρτη φορά, Ὅμ.· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Φαῖδρ. 266Ε· - ἀλλὰ ὁμαλ. ἐπίρρ. -τως, τετραπλασίως, Λατ. quadruplo, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 86Α, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 311. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ μέρος) ἓν τέταρτον, Διόδ. 1. 50. ΙΙΙ. ἡ τετάρτη: 1) (ἐξυπακουομ. τοῦ ἡμέρα), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 802, Ξεν. Ἀν. 4. 8. 21. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ μοῖρα), μέτρον ὑγρῶν (πρβλ. τὸ Ἀγγλ. quart, ἡ «κάρτα»)· οἱ τῆς Σπάρτης βασιλεῖς ἐλάμβανον μέδιμνον σίτου καὶ τετάρτην οἴνου κατὰ τὴν 1ην καὶ 7ην τοῦ μηνός, Ἡρόδ. 6. 57· - ὡσαύτως, τὸ ἓν τέταρτον ἐπὶ τετάρταις τῶν καρπῶν Στράβ. 704. (Σανσκρ. katurthas, Λατιν. quartus, quaturtu)· Λιθ. ketwirtas).

English (Autenrieth)

and τέτρατος: fourth.— Adv. (τὸ)τέταρτον, for the fourth time, Il. 16.786, Il. 22.208.

English (Slater)

τέταρτος v. τέτρατος.

English (Strong)

ordinal from τέσσαρες; fourth: four(-th).

English (Thayer)

τετάρτῃ, τέταρτον (from τετταρες), the fourth: Homer down.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τέταρτος, -άρτη, -ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α
(τακτικό αριθμτ.)
1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε τέταρτος σε όλο το σχολείο» β. «ἐνίκησα δὲ καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην», Θουκ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τετάρτη
α) η τέταρτη μέρα της εβδομάδας, αυτή που ακολουθεί την Τρίτη
β) εκκλ. ημέρα νηστείας επειδή, σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική αντίληψη, τέτοια μέρα έγινε το συμβούλιο τών Ιουδαίων κατά το οποίο αποφασίστηκε η σύλληψη του Ιησού Χριστού
3. το ουδ. ως ουσ. το τέταρτο(ν)
α) καθένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο, κν. σήμερα τετάρτι (α. «το τέταρτο του μέτρου» β. «το ένα τέταρτο της έκτασης» γ. «ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς», ΚΔ)
β) (με ή χωρίς το άρθρ. και με επιρρμ. σημ.) η, μετά την τρίτη, θέση σε μια σειρά (α. «πρώτο δεν ήλθες, δεύτερο δεν έγραψες, τρίτο δεν τηλεφώνησες, τέταρτο συνεχίζεις την ίδια τακτική» β. «δεύτερον δὲ δὴ διήγησιν... τρίτον τεκμήρια, τέταρτον εικότα», Πλάτ.)
4. φρ. α) «Μεγάλη Τετάρτη»
εκκλ. η τέταρτη μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας που είναι αφιερωμένη στα πάθη του Χριστού κατά την ημέρα αυτή
β) «τέταρτο του τόνου» — καθεμία από τις υποδιαιρέσεις του τόνου σε τέσσερα μέρη
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. α) τέσσερα χαρτιά του ίδιου χρώματος σε κατιούσα κλίμακα («η τετάρτη του δέκα σπαθί»)
β) μουσ. διάστημα τεσσάρων βαθμίδων στη διατονική κλίμακα
2. το ουδ. ως ουσ. α) μουσ. i) σημείο με χρονική διάρκεια αντίστοιχη προς το ένα τέταρτο της αξίας του ολόκληρου
ii) μουσικός φθόγγος με διάρκεια διπλάσια του ογδόου και μισή του μισού
β) ναυτ. ξύλινο δοχείο με χωρητικότητα ίση με το ένα τέταρτο του βυτίου, δηλαδή ίση με 64 περίπου χιλιόγραμμα νερού
γ) το τεταρτορρόμβιο
δ) (τυπογρ.) σχήμα εντύπου του οποίου το τυπογραφικό φύλλο διπλώνεται στα τέσσερα («η εφημερίδα τυπώνεται τώρα σε σχήμα τέταρτο»)
ε) (ενν. της ώρας) χρονικό διάστημα δεκαπέντε λεπτών της ώρας
3. φρ. α) «τετάρτη νόσος»
ιατρ. εξανθηματικός πυρετός που μοιάζει ως προς τη συμπτωματολογία με την ιλαρά και την οστρακιά, αλλ. νόσος τών Ντιουκς - Φιλάτοφ
β) «τετάρτη αφροδίσια νόσος»
ιατρ. αφροδίσιο νόσημα που οφείλεται σε μικροοργανισμό του γένους χλαμυδία, αλλ. νόσος τών ΝικολάΦαβρ
γ) «τέταρτο Σελήνης»
αστρον. φάση της Σελήνης όταν αυτή βρίσκεται σε κατάσταση τετραγωνισμού, δηλαδή όταν έχει αποχή 90° από τον Ήλιο
δ) «πρώτο [ή τελευταίο] τέταρτο της Σελήνης»
αστρον. η πρώτη και η τελευταία φάση της Σελήνης
ε) «τέταρτο του μέτρου» — είκοσι πέντε εκατοστόμετρα
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τέταρτος
(στους Λοκρούς) ονομασία μήνα
2. το θηλ. ως ουσ. α) (ενν. μοῑρα) (στη Σπάρτη) μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με οκτώ λακωνικές χοές ή ενενήντα έξι κοτύλες
β) μέτρο βάρους, πιθ. το ένα τέταρτο του χρυσού στατήρα
γ) το τέταρτο
δ) φόρος ισοδύναμος με το 25% ενός ποσού.
επίρρ...
τετάρτως Α
τέσσερεις φορές σε μεγαλύτερο βαθμό ή σε μεγαλύτερη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τακτικό αριθμτ. τέταρ-τος (βλ. λ. -τος) έχει σχηματιστεί από τη ρίζα kwet(w)r- του απόλυτου αριθμτ. τέσσαρες, -α χωρίς το -w- (πρβλ. δοτ. πληθ. τέτρα-σι, τετράς, τετράκις και τα σύνθ. με α' συνθετικό τετρα-) και με τη συνεσταλμένη βαθμίδα -αρ- της δεύτερης συλλαβής (πρβλ. λατ. quartus). Ο τ. τέτρατος εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα με τη μορφή -ρα-, ενώ ο βοιωτ. τ. πέτρατος εμφανίζει -π- αντί τ- χαρακτηριστικό τών αιολ. διαλέκτων (πρβλ. πέτταρες, πίσυρες, βλ. λ. τέσσερεις). Ο νεοελλ. διαλ. τ. του θηλ. Τετράδη, τέλος έχει προέλθει από την εκκλ. φρ. «τῇ Τετράδι...» (της Τυροφάγου ή της Διακαινησίμου) από τη δοτική εν. του αρχ. τετράς, -άδος].

Greek Monotonic

τέταρτος: Επικ. επίσης τέτρᾰτος, -η, -ον,
I. αυτός που ακολουθεί ύστερα από άλλους τρεις, Λατ. quartus, σε Όμηρ.
II. τὸ τέταρτον ως επίρρ., η τέταρτη φορά, στον ίδ.· ως επίρρ. χωρίς το άρθρο, τέταρτον, σε Πλάτ.
III. ἡ τετάρτη:
1. (ενν. ἡμέρα), η τέταρτη ημέρα, σε Ησίοδ., Ξεν.
2. (ενν. μοῖρα), μέτρο υγρών (πρβλ. το Αγγλικό quart), σε Ηρόδ.

Middle Liddell


I. fourth, Lat. quartus, Hom.
II. τὸ τέταρτον, as adv. the fourth time, Hom.: as adv., without Art., fourthly, Plat.
III. ἡ τετάρτη:
1. (sub. ἡμέρἀ, the fourth day, Hes., Xen.
2. (sub. μοῖρἀ, a liquid measure (cf. our quart), Hdt.

Chinese

原文音譯:tštartoj 帖他而拖士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:第四
字義溯源:第四,第四位,四,四分之一;源自(τέσσαρες)*=四)
出現次數:總共(10);太(1);可(1);徒(1);啓(7)
譯字彙編
1) 四(3) 太14:25; 可6:48; 徒10:30;
2) 第四(3) 啓4:7; 啓6:7; 啓21:19;
3) 第四位(2) 啓8:12; 啓16:8;
4) 第四個(1) 啓6:7;
5) 四分之一(1) 啓6:8