ἐκτιτρώσκω

Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A bring forth untimely, βρέφος D.S.3.64, 4.2, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A.D.).
2 abs., miscarry, Hdt.3.32, Hp.Aph.3.12, Arist.HA585a22:—so in Med., Hp.Aër.10.
3 attempt to procure abortion, Id.Mul.1.78.—Ion. and later Prose for Att. ἐξαμβλόω, Phryn.184.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. atem. 3a sg. ἐξέτρω EM 347.48G., Orio 59.5, part. aor. nom. fem. sg. ἐκτροῦσα A.D.Synt.251.10, cf. 278.1]
I intr.
1 abortar, sufrir un aborto καί μιν ἐκτρώσασαν ἀποθανεῖν y que ella al abortar murió Hdt.3.32, ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ τεινεσμὸς ... ἐκτρῶσαι ποιεῖ Hp.Aph.7.27, ἐκτιτρώσκουσαι δέ τινες (γυναῖκες) συνέλαβον ἅμα Arist.HA 585a22, como causa de impureza Sokolowski 3.156A.13 (Cos III a.C.), ἐκτιτρώσκει καὶ κινδυνεύσει Astramps.1Resp.78.6, cf. 2Resp.7.9
c. suj. de animales: ovejas, Arist.HA 610b35, (τὰ θρέμματα) διὰ τὸν φόβον ἐκτιτρώσκει Plu.2.666c, yeguas, Horap.2.45, Vit.Aesop.G 117.
2 ser síntoma o señal de aborto inminente, ser anuncio de aborto τὰ μετὰ μυχθισμοῦ ἔξω ἀναφερόμενα πνεύματα ... τῇσιν ἐπιφόροισιν ἐκτιτρώσκει Hp.Coac.509, en v. med. mismo sent. Hp.Coac.529.
II tr.
1 abortar, perder el feto espontánea o voluntariamente, c. suj. de la madre κάτω ῥαγεῖσα ἡ κοιλίη ἐξέτρωσε τὸ ἔμβρυον Hp.Morb.1.8, cf. Aph.5.38, Gal.17(1).635, γυνὴ ... τὸ παιδίον κακῶς Gal.14.243, ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῶν ἐξέτρωσεν τὸ βρέφος PGoodsp.Cair.15.15 (IV d.C.), en v. pas. ἔμβρυον ἐκτιτρώσκεται Gal.17(2).829, c. compl. pred. παρ' αὐτῇ ἐκτέτρωται ... τὸ βρέφος νεκρόν PMich.228.21 (I d.C.)
dar a luz a destiempo τὴν δὲ Σεμέλην ... τὸ βρέφος ἐκτρῶσαι πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου D.S.3.64, cf. 4.2
c. suj. de un preparado abortivo echar a perder, malograr βρέφη Dsc.5.72.3.
2 crist., como exp. mística herir o traspasar por completo, transverberar en v. pas. τούτου εἰς τὸν ἔρωτα ἐκτιτρώσκεται la santa Sotéride es traspasada por el amor de éste (Cristo), Pamph.Mon.Soter.48.

German (Pape)

[Seite 781] (s. τιτρώσκω), 1) eine Fehlgeburt verursachen, Diosc. – 2) intrans., abortiren; Her. 3, 32; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκτρώσω;
avorter.
Étymologie: ἐκ, τιτρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτιτρώσκω: преждевременно рожать, (о плоде) выкидывать Her., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτιτρώσκω: μέλλ. -τρώσω, γεννῶ πρὸ τοῦ καιροῦ, βρέφος Διόδ. 3. 64., 4. 2. 2) ἀπολ., ἀποβάλλω, κάμνω ἀποβολήν, Ἡρόδ. 3. 32, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.

Greek Monolingual

ἐκτιτρώσκω (Α)
1. γεννώ πρόωρα, κάνω αποβολή, αποβάλλω
2. επιχειρώ να προκαλέσω αποβολή, έκτρωση
3. εξαμβλώνω.

Greek Monotonic

ἐκτιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, γεννώ πρόωρα, αποβάλλω βρέφος, κάνω έκτρωση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -τρώσω
to bring forth untimely: to miscarry, Hdt.