ἐρευνάω

Revision as of 05:35, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")

English (LSJ)

also ἐρευνίω GDI5075.35 (Crete), and ἐραυνάω (q.v.):—
A seek or search for, search after, track, ἴχνι' ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Od.19.436; μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν Il.18.321; τεύχε' ἐ. Od.22.180; τὴν σοφὴν εὐβουλίαν A. Pr.1038; θεῶν βουλεύματ' Pi.Fr.61; νεκρούς E.Med.1318; κακούργους X.Cyr.1.2.12; ἄν τινα οἴωμαι σοφὸν εἶναι Pl.Ap.23b. cf. 41b; τὸ γραμματεῖον D.25.61; ὧν..ἂν θεὸς χρείαν ἐρευνᾷ the things whereof he seeks after the use, i.e. whatever things he finds serviceable, S.OT725.
2 search, explore a place, Hdt.5.92.δ', Sor.Vit.Hippocr.3; τεναγέων ῥοάς Pi.N.3.24; ὄρος Theoc.25.221; τοὺς ὑπόπτους τῶν τόπων Ael. Tact.17: abs., εὑρήσεις ἐρευνῶν thou wilt find by searching, Pi.O.13.113, cf. S.Ant.268; εἰσβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἠρεύνων Antipho 5.29.
3 inquire after, φάτιν E.Hel.662 (lyr.); παίδων ἐρευνῶν σπέρμ' ὅπως γένοιτό μοι Id.Med.669; examine into a question, ib.1084 (anap.), cf. Pl.Tht.200e, al.:—also in Med., διάνοια πᾶσαν φύσιν ἐρευνωμένη ib.174a; οἰκημάτιον X.Eph.2.10.
4 c. inf., seek to do, Theoc.7.45.

German (Pape)

[Seite 1026] ausspüren, erspähen, erforschen, ἴχνια, die Fährte des Wildes auswittern, vom Spürhunde, Od. 19, 436; πολλὰ δέ τ' ἄγκε' ἐπῆλθε μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν εἴποθεν ἐξεύροι Il. 18, 321, der Fährte des Mannes nachspüren; τεύχεα, aufsuchen, Od. 22, 180; Pind. Ol. 13, 109; τὴν σοφὴν εὐβουλίαν, danach spähen, ihm folgen, Aesch. Prom. 1040; Soph. Ant. 268; ὧν ἂν θεὸς χρείαν ἐρευνᾷ O. R. 725; νεκρούς Eur. Med. 1318; καὶ ζητῶ Plat. Apol. 23 b; καὶ ἐξετάζειν 41 b; τὰς αἰτίας Legg. VII, 821 b; auch im med., πᾶσαν φύσιν ἐρευνωμένη Theaet. 174 a (wie Ath. VIII, 345 e); κακούργους Xen. Cyr. 1, 2, 12; Folgde; τὸ γραμματεῖον, untersuchen, Dem. 25, 61; c. inf., versuchen, unternehmen, Theocr. 7, 45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠρεύνων, f. ἐρευνήσω, ao. ἠρεύνησα, pf. inus.
rechercher, chercher ; particul. chercher à connaître ou à comprendre.
Étymologie: ἔρευνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐρευνάω:
1 искать: ἐ. τεύχεα κατὰ μυχὸν θαλάμοιο Hom. искать оружия в глубине комнаты; ἐρευνῶν εὑρήσεις Pind. ища найдешь;
2 разыскивать, выслеживать (ἴχνια ἐρευνῶντες κύνες Hom.; κακούργους Xen.): μετ᾽ ἴχνιά τινος ἐ. Hom. отыскивать кого-л. по следам;
3 расследовать, узнавать (ζητεῖν καὶ ἐ. τι Plat., Dem.; med. πᾶσαν πάντῃ φύσιν Plat.);
4 выпытывать, спрашивать (πικρὰν φάτιν Eur.): ἐ. τὴν σοφὴν εὐβουλίαν Aesch. следовать велениям благоразумия;
5 стараться, пытаться (ποιεῖν τι Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευνάω: γραφόμενον -έω ἐν Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 59 (ἐρέω): - ἐρευνῶ, ἀναζητῶ τι. ζητῶ νὰ εὕρω τι, ἐπιζητῶ, ἐξετάζω, ἴχνι’ ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Ὀδ. Π. 436· μετ’ ἀνέρος ἴχνι’ ἐρευνῶν Ἰλ. Σ. 321· τεύχε’ ἐρ. Ὀδ. Χ. 180· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν Αἰσχύλ. Πρ. 1038, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 33· νεκροὺς ἐρευνᾶν κἀμὲ τὴν εἰργασμένην; Εὐρ. Μήδ. 1318· κακούργους Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· τὸ γραμματεῖον Δημ. 788 ἐν τέλ.· παρὰ Σοφ., ἐν Ο. Τ. 725, ἡ φράσις: ὦν γὰρ ἂν θεὸς χρείαν ἐρευνᾷ, εἶναι τολμηρὰ ἔκφρασις ὡς εἰ συνίστατο ἐκ τῶν ἑξῆς δύο προτάσεων: ὦν ἂν χρείαν ἔχῃ καὶ ἃ ἂν χρήσιμα ὄντα ἐρευνᾷ. 2) ἐρευνῶ νὰ εὕρω τι, ἐπισταμένη ὡς, εἰ ὑποστρέψαντες ἐς ζήτησιν ἀπικοίατο, πάντα ἐρευνήσειν μέλλοιεν Ἡρόδ. 5. 92, 4· τὸ πλοῖον Ἀντιφῶν 133. 1· ὄρος τανύφυλλον ἐρευνῶν Θεόκρ. 25. 221: - ἀπολ., εὑρήσεις ἐρευνῶν Πινδ. Ο. 13. 161, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 268. 3) ἐρωτῶ περί τινος, ἒ ἒ· πικρὰν δ’ ἐρευνᾷς φάτιν Εὐρ. Ἑλ. 662· παίδων ἐρευνῶν σπέρμ’ ὅπως γένοιτό μοι ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 669· ἐξετάζω ζήτημά τι, αὐτόθι 1089· ταῦτ’ οὖν... ζητῶ καὶ ἐρ. Πλάτ. Ἀπολογ. 23Β, πρβλ. 41Β, Θεαίτ. 200Ε, κ. ἀλλ.: - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 174Α. 4) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ νὰ πράξω τι, ὅστις ἐρευνῇ ἶσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον, ὅστις ζητεῖ νὰ κατασκευάσῃ οἶκον ἴσον τῇ κορυφῇ ὄρους κατὰ τὸ ὕψος, Θεόκρ. 7. 45.

English (Autenrieth)

track, trace, scent out or seek, Od. 22.180.

English (Slater)

ἐρευνάω find εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν (O. 13.113) ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς (sc. Ἡρακλέης) (N. 3.24) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20. οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί (sc. ἀνήρ: Boeckh: ἐρευνᾶσαι Stob. codd., Clem. Alex.) fr. 61. 4. ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος (ἐρευνάσατο v.l.) fr. 109. 2.

English (Strong)

apparently from ἐρέω (through the idea of inquiry); to seek, i.e. (figuratively) to investigate: search.

English (Thayer)

ἐρεύνω; 1st aorist imperative ἐρεύνησον; (ἡ ἐρευνᾷ a search); from Homer down; to search, examine into: absolutely, τί, ἐραυνάω (which see in its place) T Tr WH have received everywhere into the text, but Lachmann only in ἐξερευνάω.)

Greek Monotonic

ἐρευνάω: μέλ. -ήσω,
I. αναζητώ ή ερευνώ για, ψάχνω, επιζητώ, εξετάζω, σε Όμηρ., σε Αττ.· ὧν χρείαν ἐρευνᾷ, τα πράγματα των οποίων αυτός αναζητά την χρησιμότητά τους, δηλ. τα μέσα που βρίσκει πρόσφορα, σε Σοφ.
2. ψάχνω, ερευνώ ένα μέρος, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
3. ρωτώ για κάτι, εξετάζω κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.
4. με απαρ., ζητώ να κάνω κάτι, σε Θεόκρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: search for, after, inquire (Il.; on the aspect Brunel Aspect verbal 148); hell. (LXX, pap., NT etc.) also ἐραυνάω with ευ > αυ (vgl. Schwyzer 126 and 198).
Other forms: Aor. ἐρευνῆσαι,
Compounds: also with prefix ἀν-, δι-, ἐξ-, κατ- a. o.,
Derivatives: (δι-)ἐρευνητής inquirer (X.) with ἐρευνήτρια f. (Corn.), (δι-)ἐρεύνησις inquiry (Str.), (δι-, ἐξ-)ἐρευνητικός (Str.). Also the backformation ἔρευνα f., late also ἔραυνα (cf. above) id. (S., E., Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [337] *h₁reu- search, inquire
Etymology: Like ἐρεείνω (s. v.) ἐρευνάω too is derived from a verb εἴρομαι, ἐρέ(Ϝ)-ω ask through a noun *ἐρεϜ-(ε)ν- (Schwyzer 680), like the verbs in -νάω. A transformation of this noun is OWNo. raun f. attempt, test, inquiry, IE *h₁rou-n-ā. - Further s. εἴρομαι; s. also ἐρωτάω.

Middle Liddell


1. to seek or search for, search after, track, Hom., Attic; ὧν χρείαν ἐρευνᾶι the things whereof he seeks after the use, i. e. whatever things he finds serviceable, Soph.
2. to search a place, Hdt., Theocr.
3. to enquire after, examine, Eur., Plat.
4. c. inf. to seek to do, Theocr.

Frisk Etymology German

ἐρευνάω: {ereunáō}
Forms: Aor. ἐρευνῆσαι,
Grammar: v.
Meaning: ausspüren, nachforschen (seit Il.; zum Aspekt Brunel Aspect verbal 148); hell. u. spät (LXX, Pap., NT usw.) auch ἐραυνάω mit ευ > αυ (vgl. Schwyzer 126 und 198).
Composita: auch mit Präfix ἀν-, δι-, ἐξ-, κατ- u. a.,
Derivative: Davon (δι-)ἐρευνητής Späher, Kundschafter (X. u. a.) mit ἐρευνήτρια f. (Corn.), (δι-)ἐρεύνησις Ausforschung (Str. u. a.), (δι-, ἐξ-)ἐρευνητικός (Str. u. a.). Außerdem die Rückbildung ἔρευνα f., spät auch ἔραυνα (vgl. oben) Nachsuchung, Nachforschung (S., E., Arist., Pap. u. a.).
Etymology: Wie ἐρεείνω (s. d.) ist auch ἐρευνάω von einem zu εἴρομαι, ἐρέ(ϝ)-ω fragen gebildeten Nomen *ἐρεϝ-(ε)ν- abgeleitet (Schwyzer 680), u. zw. im Anschluß an die Präsentia auf -νάω. Eine Umbildung dieses Nomens ist awno. raun f. Versuch, Probe, Untersuchung, idg. *rou-n-ā neben *reu-n- in ἐρευνάω. — Weiters s. εἴρομαι; s. auch ἐρωτάω.
Page 1,555-556