σωφρονιστύς

Revision as of 12:30, 25 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ύος, ἡ, = σωφρονισμός, σωφρονιστύος ἕνεκα for the sake of correction, Pl.Lg.934a.

German (Pape)

[Seite 1062] ἡ, ion. statt σωφρόνισις, Plat. Legg. XI, 933 e, σωφρονιστύος ἕνεκα, um zu witzigen und zu bessern.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωφρονιστύς -ύος, ἡ [σωφρονίζω] (het geven van een) vermaning; (het toepassen van) gezond verstand.

Russian (Dvoretsky)

σωφρονιστύς: ύος ἡ ион. вразумление, исправление: σωφρονιστύος ἕνεκα Plat. в назидание.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονιστύς: -ύος, ἡ, = σωφρόνισις, σωφρονιστύος ἕνεκα, χάριν σωφρονισμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 933Ε.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
σωφρονισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα -τύς (πρβλ. κιθαριστύς)].