ἄβατον

Revision as of 19:16, 31 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

1 τό, sanctuary, adytum, Theopomp.Hist.313, IG4.952 (Epidaur.), etc.; = bidental, Διὸς καταιβάτου ἄ. ib.2.1659b.
2 τό, abaton, a plant eaten pickled, Gal.6.623.

Greek Monolingual

ἄβατον, το (Α) βαίνω
τμήμα του ναού ή τόπος ιερός, όπου δεν επιτρεπόταν η είσοδος παρά μόνο στους ιερείς.