ἐπίπληξις

Revision as of 21:58, 31 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Dor. ἐπίπλαξις, ἐπιπλήξεως, ἡ,
A blame, rebuke, Ti.Locr.103e (pl.), D.61.18 (pl.); τυγχάνειν τῆς καθηκούσης ἐπιπλήξεως SIG630.9 (Delph., ii B.C.); ἐπίπληξιν ἔχειν = incur criticism, Aeschin.1.177; ἐπίπληξις πρός τι or τινα, Hp. Decent.12, Plu.Sol.3 (pl.).
2. in strong sense, punishment, LXX 2 Ma.7.33, PSI5.542.30 (iii B.C.), Mitteis Chr.31 iii 14 (ii B.C.): pl., of plagues, Ph.2.100.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, Züchtigung, Strafe, Tadel, ἔχειν, sich Vorwurf zuziehen, Aesch. 1, 177; neben κόλασις, Tim. Locr. 103 e; Hippoer. u. Sp.; πρός τινα, Plut. Sol. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
châtiment, réprimande, blâme.
Étymologie: ἐπιπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπληξις: дор. ἐπίπλαξις, εως ἡ порицание, упрек Plat., Aeschin., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπληξις: καὶ Δωρ. -πλαξις, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐπιπλήττειν, ἐπιτιμᾶν, διὰ κολασίων καὶ ἐπιπλαξίων Τίμ. Λοκρ. 103Ε, Ψευδο-Δημ. 1406. 26· ἐπίπληξιν ἔχειν, ἐπίπληξιν προκαλεῖν, ἐπίπληξιν ἐπιδέχεσθαι, Αἰσχίν. 25. 18· ἐπ. πρός τι ἢ τινα Ἱππ. 24. 46, Πλουτ. Σόλ. 3.

Greek Monotonic

ἐπίπληξις: -εως, ἡ (ἐπιπλήσσω), επίκριση, επιτίμηση, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ἐπίπληξις, εως ἐπιπλήσσω
rebuke, reproof, Aeschin.

Translations

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur