τοιόσδε

Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

English (LSJ)

άδε (Ion. ήδε), όνδε, a form of τοῖος, bearing the same relation to τοιοῦτος as ὅδε to οὗτος, such as this, in Hom. not so common as τοῖος, but in Hdt. and Att. much more so; sometimes anteced. to οἷος, as ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί Od.1.371, cf. 17.313, Il.24.375: but more freq. abs., ἀλλ' ὅδ' ἐγὼ τ. here am I such as you see, Od. 16.205, cf. 15.330; freq. with implications, so great, so bad, etc.; οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν 4.64; τοιόσδε τοσόσδε τε λαός Il.2.120, 799; τοιάδε λαίφεα such clothes, i.e. so bad, Od.20.206; τοσόσδε καὶ τοιόσδε Hdt.2.73: after Hom. anteced. to οἷος, S.Fr.576.2, Pl.Men. 75e, etc.; to ὅς, Hdt.7.158; rarely to a Conj., as ὡς, A.Pers.179: with a qualifying word, τοιόσδ' ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα Od.17.313; τοιόσδ' ἐστὶ πόδας 19.359: with the Art., ὁ τ. ἀνήρ, αἱ τ. πράξεις, A. Th.547, S.OT895 (lyr.); ἐν τῇ τ. ἀνάγκῃ Th.4.10; οἱ τοιοίδε S.Aj. 330; τὸ τ. Pl.Prt. 358b; ἐν τῷ τοιῷδε in such circumstances, Hdt. 9.27, Th.2.36, etc.: without Art., κατὰ τοιόνδε in such wise, Hdt. 4.48, 7.10.έ; ἕτεροι τ. Id.1.207; φωνῆς ἐνεχθείσης τοιᾶσδε 2 Ep.Pet. 1.17: the sense is made more indef. by τοιόσδε τις, such a one, Hdt. 3.139, 4.50, freq. in Att., Pl.Smp. 173e, al.: in prose narrative τοιάδε is, prop., as follows, τοιαῦτα as aforesaid, Hdt.1.8, al. (cf. ὅδε, οὗτος); but this distinction is not strictly observed. Adv. τοιῶσδε Adam.Vent. 37,39, Eust. ad D.P.Prooemia p.82 B., etc. [τοῐ- in A.Pr.239, Ag. 1400, S.OT435, Aj.453; but not so freq. as in τοιοῦτος.]

German (Pape)

[Seite 1124] = Vorigem mit verstärkter demonstrativer Bdtg, so beschaffen; gew. mit dem Nebenbegriffe des Großen, Ausgezeichneten, Vortrefflichen; Hom., bei dem es nicht so oft wie τοῖος vorkommt; dem οἷος entsprechend, ἀοιδοῦ τοιοῦδ', οἷος ὅδ' ἐστί, Od. 1, 371. 9, 4 Il. 24, 375; häufiger ohne diese Beziehung; mit einem acc. der nähern Bestimmung, εἰ τοιόσδ' εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα, Od. 17, 313; ἤδη τοιόσδ' ἐστὶ πόδας, τοιόσδε τε χεῖρας, 19, 359, so beschaffen, ein solcher an Händen u. Füßen, u. öfter; Pind. Ol. 9, 8 I. 3, 45; τοιόσδε τοσόσδε τε λαός, eine solche, so tapfere und so große Schaar, Il. 2, 799; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω, Aesch. Prom. 112; τοιοῖσδε δή σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάμασιν αἰκίζεται, 255, u. öfter; ἐγὼ μὲν οὖν τοιόσδε σύμμαχος πέλω, Soph. O. R. 241, u. öfter; mit Nachdruck, τοιόνδε Παλλὰς φυτεύει πῆμα, Ai. 932; τοιοῖσδ' ἐν πόνοισιν 1295; ἐσθῆτι σὺν τοιᾷδε, mit solchem, so dürftigem Kleide, O. C. 1260; τοιάδ' ἀνύσαντες ἔργα, El. 205, so ruchlose Thaten; Eur., Ar. u. in Prosa; oft bei Her.: κατὰ τοιόνδε, auf solche Weise, aus solchen Gründen, 4, 48. 7, 10, 5; ἐν τῷ τοιῷδε, unter solchen Umständen, 9, 27; τοιόσδε τις, ein solcher, 4, 50; ἕτερος τοιόσδε, 1, 207; Plat. oft: λέγω δὲ τὸ τοιόνδε, Gorg. 476 b; Phaed. 64 d; τοιόνδε, οἷον εἰ, Polit. 297 b; auch mit τίς, ἦσαν οἱ λόγοι τοιοίδε τινές, Conv. 173 e, ungefähr solche. – Die genauern Schriftsteller beziehen es auf das Folgende, wie τοιοῦτος auf das Vorangegangene.

French (Bailly abrégé)

τοιάδε, τοιόνδε;
adj. démonstr. c. τοῖος, avec sign. augmentative;
1 tel que voici, tel : ἀλλ' ὅδ' ἐγὼ τοιόσδε OD c'est bien moi tel que tu me vois ; τοιάσδε ποινὰς τίνω ESCHL tel est le châtiment que je subis ; qqf accompagné de l'article : ἐν τῇ τοιᾷδε ἀνάγκῃ THC dans une necessité si pressante ; οἱ τοιοίδε SOPH de tels hommes ; τοιόσδε τις THC à peu près tel que celui-ci ; en corrél. avec un relat. : ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἵος ὅδ' ἐστί OD un aède tel que celui-ci ; avec un inf. : τοιόσδε ἀμύνειν IL capable de résister;
2 en un sens emphat. οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν OD des méchants n'auraient pas engendré de tels hommes ; τοσόσδε καῖ τοιόσδε HDT de cette taille et ainsi fait ; τοιόσδε τοσόσδε λαός IL une armée si grande et si nombreuse ; en mauv. part τοιάδε λαίφεα OD de pareils haillons ; ἐν τῷ τοιῷδε HDT dans une telle situation, càd dans une situation tellement critique ou tellement triste;
3 dans un récit tel que voici, en relat. avec ce qui suit, p. opp. à τοιοῦτος, qui se rapporte à ce qui précède : τοιάδε HDT des choses telles que les suivantes ; κατὰ τοιόνδε (τρόπον) HDT de la manière suivante.
Étymologie: τοῖος, -δε.

Russian (Dvoretsky)

τοιόσδε: τοιάδε, τοιόνδε такой именно, вот такой: οὔτοι τοιοίδ᾽ εἰσιν Hom. не таковы они; οἱ τοιοίδε Soph. такие вот (люди); ἦσαν τοιοίδε τινές Plat. были они примерно вот такого рода; ἔστι δὲ (φοῖνιξ) τοσόσδε καὶ τ. Her. феникс отличается следующими размерами и свойствами; ἐν τῷ τοιῷδε Her., Thuc. в таком положении, при подобных обстоятельствах; κατὰ τοιόνδε (sc. τρόπον) Her. в силу того обстоятельства, по следующей причине.

Greek (Liddell-Scott)

τοιόσδε: άδε (Ἰωνικ. ήδε), όνδε, ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ τοῖος, ἔχων τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ τοιοῦτος, ἣν τὸ ὅδε πρὸς τὸ οὗτος, «τέτοιος δά», τοιοῦτος περίπου, ― παρ’ Ὁμ. οὐχὶ ὅσον σύνηθες ὅσον τὸ τοῖος, ἀλλ’ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πολλῷ συνηθέστερον· ἐνίοτε προηγεῖται τοῦ οἷος, οἷον, ἀοιδοῦ τοιοῦδ’ οἷος ὅδ’ ἐστὶ Ὀδ. Α. 371, πρβλ. Ι. 4., Ρ. 313, Ἰλ. Ω. 375· ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπολ., ἀλλ’ ὅδ’ ἐγὼ τοιόσδε, ἰδοὺ ἐγὼ τοιοῦτος ὁποῖον μὲ βλέπεις, Ὀδ. Π. 205, πρβλ. Ο. 330· συχνάκις μετὰ ἐπιτετ. σημασίας, τόσον μέγας, τόσον ἔξοχος, τόσον κακός, κλπ.· οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Δ. 64· τοιόσδε τοσόσδε τε λαὸς Ἰλ. Β. 120, 799· τοιάδε λαίφη, τοιαῦτα ἐνδύματα, δηλ. τόσον φαῦλα, Ὀδ. Υ. 206· τοσόσδε καὶ τοιόσδε Ἡρόδ. 2. 73· ἕτερος τ. ὁ αὐτ. 1. 207· ― καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡς δεικτικὸν τοῦ οἷος, Σοφ. Ἀποσπ. 14, Πλάτ. Φαίδων 64D, κλπ.· τοῦ ὅς, Ἡρόδ. 7. 158· σπανίως ὡς δεικτικὸν ἡγούμενον συνδέσμου, οἷον τοῦ ὡς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 179· ― ὡσαύτως μετὰ προσδιορισμοῦ τοῦ κατὰ τί, τοιόσδ’ ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα Ὀδ. Ν. 313· τοιόσδ’ ἐστὶ πόδας Τ. 359· ἐλλειπτ., κατὰ τοιόνδε [τρόπον] κατὰ τοιοῦτον τρόπον, Ἡρόδ. 4. 48., 7. 10, 5· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ τ. ἀνήρ, αἱ τ. πράξεις Αἰσχύλ. Θήβ. 547, Σοφ. Ο. Τ. 895· ἐν τ. τῇ ἀνάγκῃ Θουκ. 4. 10· οἱ τοιοίδε Σοφ. Αἴ. 330· τὸ τ. Πλάτ. Πρωτ. 358Β· ἐν τῷ τοιῷδε, ἐν τοιαύταις προτάσεσι Ἡρόδ. 9. 27, Θουκ. 2. 36, κλπ.· ― ἡ ἔννοια καθίσταται μᾶλλον ἀόριστος διὰ τοῦ τοιόσδε τις, τοιοῦτός τις, τοιοῦτος περίπου, ὁ αὐτ. 3, 139., Δ. 50, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Πλάτ. Συμπ. 173Ε. ― παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν διηγήσει τοιάδε σημαίνει κυρίως τὰ ἑξῆς περίπου, τὸ δὲ τοιαῦτα τὰ προειρημένα, τὰ προηγούμενα, Ἡρόδ. 1. 8, κ. ἀλλ. (πρβλ. ὅδε, οὗτος)· ἀλλ’ ἡ διάκρισις αὕτη δὲν τηρεῖται αὐστηρῶς. ― Ἐπίρρ. τοιῶσδε, Σχόλ. εἰς Σοφοκλ. Αἴ. 68, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 45, 21, κλπ., Εὐστ. εἰς Διονύσ. Π. σελ. xiii, κλπ. [τοῐ - ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 237, Ἀγ. 1400, Σοφ. Αἴ. 453· ἀλλ’ οὐχὶ τόσον συνήθως ὡς ἐν τῷ τοιοῦτος].

English (Autenrieth)

-ήδε, -όνδε: such, like τοῖος, but properly deictic, i. e. said with reference to something present or near, that can be pointed out, ‘such as that there,’ Il. 21.509, Od. 15.330. Sometimes implying ‘so good,’ ‘so fine,’ ‘so bad,’ etc., Il. 2.120, Il. 3.157, Od. 20.206; w. inf., Il. 6.463.

English (Slater)

τοιόσδε
   a such as this referring to the poem ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία ἐπίνειμαι τοιοῖσδε βέλεσσιν (v.l. μέλεσσιν) (O. 9.8) (φάμα) ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (I. 4.27) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (i. e. αἱ τῶν νικηφόρων τιμαί Σ: τοιᾷδε τιμᾷ Σ̆{γρ˙}) (I. 5.54) ἀλλὰ θαυμάζω, τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14.
   b such as follows καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων Πα. 8A. 13.

English (Strong)

(including the other inflections); from a derivative of τοί and δέ; such-like then, i.e. so great: such.

English (Thayer)

τοιάδε, τοιονδε (τοῖος and δέ), from Homer down, such, generally with an implied suggestion of something excellent or admirable: 2 Peter 1:17.

Greek Monolingual

-οιάδε, -όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α
(δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. του τοῖος)
1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί», Ομ. Οδ.)
2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ. Ιλ.
β. «oὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν», Ομ. Οδ.)
3. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) τέτοιος περίπουἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρει καὶ ἐν χειμῶνι... κατα τοιόνδε τι», Ηρόδ.)
4. (συχνά στους Αττ.) δεικτικό τών αντων. οἷος και ὅς, καθώς και του συνδ. ὡς
5. (το ουδ. με ἀρθρ. ως ουσ.) τo τοιόδε
τα εξής περίπου
6. (το ουδ. χωρίς άρθρ. στον πληθ. ως ουσ.) τοιάδε
(σχετικά με διήγηση) τα προηγούμενα («ἔλεγε...τοιάδε», Ηρόδ.)
7. φρ. α) «κατὰ τοιόνδε» κατά τέτοιο τρόπο (Ηρόδ.)
β) «ἐν τῷ τοιῷδε» — σε τέτοιες περιστάσεις (Ηρόδ.).
επίρρ...
τοιῶσδε ΜΑ
κατά τέτοιο ακριβώς τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, τοία, τοῖον + εγκλιτικό μόριο δέ (βλ. λ. δε [Ι]), κατά το ὅδε].

Greek Monotonic

τοιόσδε: -άδε (Ιων. -ήδε), -όνδε, επιτετ. τύπος του τοῖος, όπως ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί, τέτοιου ραψωδού όπως είναι αυτός εδώ, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., ἀλλ' ὅδ' ἐγὼ τοιόσδε, να, εγώ είμαι τέτοιος όπως με βλέπεις, στο ίδ.· επίσης, τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος, τόσο κακός, τοιάδε λαίφη, τέτοια ενδύματα, δηλ. τόσο άσχημα, στο ίδ.· τοσόσδε καὶτοιόσδε, σε Ηρόδ.· επίσης με προσδιοριστική λέξη, τοιόσδ' ἠμὲνδέμας ἠδὲ καὶ ἔργα, σε Ομήρ. Οδ.· με το άρθρο, ὁ τοιόσδε ἀνήρ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ τοιοίδε, σε Σοφ.· ἐν τῷ τοιῷδε, σε τέτοιες περιστάσεις, σε Ηρόδ.· η σημασία καθίσταται περισσότερο αόριστη στο τοιόσδε τις, τέτοιος περίπου, σε Θουκ.· ουδ. πληθ., τοιάδε σημαίνει, τα εξής, ενώ το τοιαῦτα, τα προηγούμενα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[stronger form of τοῖος
anteced. to οἷος, as ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί of such a minstrel as is this one, Od.; absol., ἀλλ' ὅδ' ἐγὼ τοιόσδε here am I such as you see, Od.:—also, so great, so noble, so bad, τοιάδε λαίφη such clothes, i. e. so bad, Od.; τοσόσδε καὶ τοιόσδε Hdt.:—also with a qualifying word, τοιόσδ' ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα such both in form and works, Od.:—with the Art., ὁ τ. ἀνήρ Aesch., etc.; οἱ τοιοίδε Soph.; ἐν τῷ τοιῷδε in such circumstances, Hdt.:—the sense is made more indef. in τοιόσδε τις such a one, Thuc.:—neut. pl. τοιάδε as follows, τοιαῦτα as aforesaid, Hdt.

Chinese

原文音譯:toiÒsde 胎哦士-得
詞類次數:形容詞 指示代名詞(1)
原文字根:(對)那-這-尚
字義溯源:同樣的,這樣的,有這樣的,如下。類似;由(τοί)*=卻是,其實)與(δέ)*=但)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 有這樣的(1) 彼後1:17

English (Woodhouse)

of such a nature, of such a sort, of such character, of such kind