φοινίκι

Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φοινίκιον, ΝΜΑ, και φοινίκιν Μ [[φοῖνιξ (III), -οίνικος]]
είδος φοινικοειδούς φυτού, η χουρμαδιά
νεοελλ.
1. ο καρπός του παραπάνω φυτού, ο χουρμάς
2. είδος γλυκίσματος, το μελομακάρονο
αρχ.
κρασί από τους καρπούς του φυτού αυτού.