σχοινοδρόμος

Revision as of 08:07, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.

German (Pape)

[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρόμος.

Translations

tightrope walker

Armenian: լարախաղաց, փահլևան, քյանդրբազ; Belarusian: канатаходзец; Bulgarian: въжеиграч; Catalan: funambulista, funàmbul; Chinese Mandarin: 走繩索的人/走绳索的人; Dutch: koorddanser; English: funambulist, rope climber, rope dancer, rope-climber, ropedancer, rope-dancer, tightrope walker; Finnish: nuorallatanssija, nuorallakävelijä; French: funambule; German: Seiltänzer, Seiltänzerin; Greek: σχοινοβάτης, σχοινοβάτισσα; Ancient Greek: αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, νευροβάτης, ὀρχηστήρ, ὀρχηστής, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος; Hungarian: légtornász, kötéltáncos; Indonesian: pejalan tali; Italian: funambolo; Japanese: 綱渡り師; Kazakh: даршы; Kyrgyz: дарчы; Latin: funambulus, schoenobates; Polish: linoskoczek; Portuguese: funâmbulo; Romanian: funambul, funambulă; Russian: канатоходец, канатоходка, эквилибрист, балансёр; Spanish: funámbulo, volatinero; Swedish: lindansare; Turkish: ip cambazı; Turkmen: darbaz; Ukrainian: канатоходець; Uyghur: ⁧دارۋاز⁩; Uzbek: dorboz; Volapük: jainadanüdan, jainahidanüdan, jainajidanüdan