θυριδωτός

Revision as of 14:09, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θυριδωτή, θυριδωτόν, having apertures, κιβωτός Demioprat. ap. Poll.10.137; καταπάλτης IG22.1487.89.

German (Pape)

[Seite 1227] mit Fenstern versehen, κιβωτός Poll. 10, 137.

Greek (Liddell-Scott)

θυριδωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, Πολυδ. Ι΄, 137.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυριδωτός, -ή, -όν)
αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθωτός, θολωτός)].