ἀσφᾰλίζομαι: Αττ. Μέσ. μέλ. -ιοῦμαι· κάνω κάτι ασφαλές, εξασφαλίζω, διασφαλίζω, σιγουρεύω, σε Καινή Διαθήκη
Mid. to make safe, secure, NTest.