δεκατηλόγος

Revision as of 10:49, 17 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, D.23.177.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ perceptor del diezmo, recaudador del diezmo D.23.177, Poll.6.128, Hsch., Phot.δ 158
gener. recaudador de impuestos Polyaen.2.34, Basil.M.29.280B, Malch.1.18.

German (Pape)

[Seite 543] ὁ, der Zolleinnehmer, Dem. 23, 177.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur de la dîme.
Étymologie: δεκάτη, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

δεκᾰτηλόγος:сборщик десятины Dem.

Greek (Liddell-Scott)

δεκατηλόγος: ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, Δημ. 679. 27.

Greek Monolingual

ο (AM δεκατηλόγος)
ο δεκατευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

δεκατηλόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει τη δεκάτη, τελώνης, σε Δημ.

Middle Liddell

λέγω
a tithe-collector, Dem.