ἄπλοκος
English (LSJ)
ἄπλοκον, (πλέκω) = ἄπλεκτος (unplaited), Opp.H.3.469: metaph., unconnected, cj. in Longin.19.1.
Spanish (DGE)
-ον
no trenzado λεπτή θ' ὁρμιὴ κούφης τριχός, ἄπλοκος Opp.H.3.469, ἄπλοκον ... ὁλκὸν ὑπήνης barba no rizada Nonn.Par.Eu.Io.18.19, ἄ. ... κόμη Nonn.D.9.121, ἄ. ... χαίτη Nonn.D.7.93.
German (Pape)
[Seite 293] ungeflochten, Opp. Hal. 3, 469.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλοκος: -ον, (πλέκω) = ἄπλεκτος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 469: μεταφ., ὁ μὴ ἔχων πλοκήν, ἄνευ πλοκῆς, Λογγῖν. 19. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπλοκος, -ον)
1. άπλεχτος, όχι πλεγμένος
2. (λόγος) χωρίς πλοκή.