κύνικλος
English (LSJ)
ὁ, = Lat. cuniculus, rabbit, Plb.12.3.10 (κούνικλος ap. Ath.9.400f), prob. in Gal.6.666; in Ael.NA13.15 κόνικλος.
German (Pape)
[Seite 1532] ὁ, cuniculus, das Kaninchen, Pol. 12, 3, 10, auch κόνικλος u. κούνικλος geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
κύνικλος: ὁ, «κουνέλι», Λατ. cuniculus, Πολύβ. 12. 3, 10, ἔνθα ὁ Ἀθήν. 400F ἔχει: κούνικλος· παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 13. 15, κόνικλος· παρὰ Γαλην. 6. 374, κουνίκουλος.