διατορεύω

Revision as of 09:55, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

engrave, chase, S.Fr.315; δ. χρυσᾶς φιάλας στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79; ὁ θεὸς ἐπίσταται τὰ ἑαυτοῦ δημιουργήματα δ. Ph.1.105; δ. ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη Plu.2.1083e:—Pass., Ael.VH14.7, Hierocl. p.37A.

Spanish (DGE)

cincelar c. ac. de obj. φιάλας διετόρευσαν στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79, c. ac. de resultado διατορεύειν ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη cincelar con letras en un grano de sésamo versos (de Homero), Plu.2.1083e
fig. δημιουργήματα ... διατορεῦσαι de Dios como creador, Ph.1.105, en v. pas., de los jóvenes espartanos ἐκ τῶν γυμνασίων οἱονεὶ διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες como esculpidos y cincelados por los gimnasios Ael.VH 14.7
de elementos lingüísticos cincelar, conformar Hierocl.7.56.

German (Pape)

[Seite 607] = τορεύω, LXX.; διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες Ael. V. H. 14, 7.

French (Bailly abrégé)

ciseler.
Étymologie: διά, τορεύω.

Russian (Dvoretsky)

διατορεύω: Soph. = διατορνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

διατορεύω: ἐγχαράττω, σκαλίζω, Σοφ. Ἀποσπ. 295 (χωρίον ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -τορνεύω), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7.

Greek Monolingual

(AM διατορεύω) τορεύω
σφυρηλατώ, χαράζω, σκαλίζω.