παρεκβάλλω
English (LSJ)
A throw out at the side, Sch.E.Hipp.237 (Pass.), Hsch. s.v. ἀμβητιῶν.
II extract and compile the remarks of others, Eust.3.1.
German (Pape)
[Seite 513] (s. βάλλω), die Anmerkungen, die Andere über einen Schriftsteller gemacht haben, ausziehen u. wieder zusammenstellen, Sp., wie Scholl. S. παρεκβολή.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκβάλλω: ἵππων τοῦ εὐθέος δρόμου παρεκβαλλομένων, ἐξερχομένων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 237, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐκβάλλω καὶ παραλαμβάνω χωρία παρά τινος συγγραφέως, ταῦτα ἀπὸ τῆς Εὐσεβίου Εὐαγγελικῆς προπαρασκευῆς παρεκβέβληται Ὠριγ. Φιλοκ. 22, σελ. 90, Εὐστ. 3. 1· ἴδε παρεκβολή.
Greek Monolingual
ΜΑ εκβάλλω
ρίχνω κάτι κατά μέρος, στο πλάι
μσν.
παραλαμβάνω, συγκεντρώνω και σταχυολογώ χωρία συγγραφέων ή τις παρατηρήσεις άλλων.