εὐχρηστέω
English (LSJ)
A to be serviceable, τινι for a thing, Plb.12.18.3; εἴς τι Dsc.1.7; ἐπί τινι Ruf. ap. Orib.8.39.5, etc.; τινι to a person, SIG618.13 (Heraclea ad Latm., ii B.C.): abs., Chrysipp.Stoic.3.184, Diog.Bab.ib. 3.233, Michel 163.22 (Delos).
2 lend, advance, UPZ 123.26, Inscr.Prien.108.109 (ii B.C.).
II Pass., εὐχρηστεῖσθαι διά τινα to receive assistance through his means, D.S.5.12; ὑπό τινος Plu.2.185e.
2 to be in common use, of words, Eust.964.21, etc.
German (Pape)
[Seite 1110] brauchbar, dienlich sein, wozu dienen; τινί, Pol. 12, 18, 3; εἴς τι, Diosc.; absolut, Chrysipp. D. L. 7, 129 u. a. Sp. – Pass. εὐχρηστεῖσθαι ὑπό τινος, Vortheil von Einem haben, Wohlthaten von ihm empfangen, Plut. Reg. apopth. Themist. p. 115; Ath. VI, 274 e; κατὰ πολλὰ διὰ τοὺς ἐμπόρους D. Sic. 5, 12. Vgl. Lob. Phryn. 402.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχρηστέω: εἶμαι χρήσιμος, τινι, διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 12. 18, 3· εἴς τι Διοσκ. 1 6, κτλ.· τινι, εἴς τινα (ἄνθρωπον), Συλλ. Ἐπιγρ. 3800. 13· ἀπολ., Χρύσιππ. Παρὰ Διογ. Λ. 7. 129, Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 22. II. Παθ., εὐχρηστεῖσθαι διά τινα, λαμβάνειν βοήθειαν διά τινος, Διόδ. 5. 12· ὑπό τινος Πλούτ. 2. 185D 2) εἶμαι ἐν κοινῇ χρήσει, ἐπὶ λέξεων, Εὐστ. 964. 21, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρηστέω: быть (очень) полезным, идти на пользу (τινι Polyb.; εὐχρηστεῖ τὰ μαθήματα Diog. L.); pass. получать помощь (ὑπό τινος Plut.; διά τινα Diod.).