καθηλόω

Revision as of 07:27, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

or κατηλόω (cf. ἧλος),
A nail on, παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31 (iv B.C.); τι πρός τι Plu.Alex.24; περί τι Apollod.1.9.1, cf. IG22.463.79, 1668.57; οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38:—Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5; καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51; Χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7 (Astypalaea, ii B.C.).
II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou', καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXX Ps.118(119).120.

German (Pape)

[Seite 1284] annageln, festnageln; κλίμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Pol. 1, 22, 5; πρός τι, Plut. Alex. 24; πρός τινι, D. Sic. 20, 54.

French (Bailly abrégé)

καθηλῶ :
clouer.
Étymologie: κατά, ἡλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθηλόω:
1 пригвождать, приколачивать, прибивать (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);
2 сколачивать: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок.

Greek Monotonic

καθηλόω: μέλ. -ώσω, καρφώνω πάνω σε, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καθηλόω: καρφώνω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 24· πρός τινι Διόδ. 20. 54· περί τι Ἀπολλόδ. 1. 9, 1. - Παθ., σανίσι καθηλωμένη, καρφωμένη μέ..., Πολύβ. 1. 22, 5· χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπιτωλίῳ καθηλωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 7.

Middle Liddell

fut. ώσω
to nail on or to, Plut.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=καρφώνω). Ἀπό τό κατά + ἡλόω -ῶ (ἀπό το ἧλος = καρφί).
Παράγωγα: καθήλωσις = καθήλωμα (=κάρφωμα), ἀποκαθήλωσις (=ξεκάρφωμα), καθηλωτής, καθηλωτός.