κύμβαλον

Revision as of 07:30, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, (κύμβος) cymbal, X.Eq.1.3: mostly in plural, Pi.Fr.79 B., A.Fr.451 G, Men.245.3, PHib.1.54.13 (iii B.C.), LXX 1 Ki.18.6, Phld.Mus.p.49 K., D.S.2.38, Plu.2.144e, etc.

German (Pape)

[Seite 1530] τό (von κύμβος), die Cymbel, Becken von Metall, die aneinandergeschlagen einen gellenden Ton von sich geben; Xen. de re equ. 1, 3; κυμβάλων ἦχος Ath. VIII, 361 e; Luc. Bacch. 4 u. a. Sp.; öfter neben τύμπανα erwähnt. – Auch ein flaches Wasserbecken, dorisch, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cymbale.
Étymologie: DELG pê emprunt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύμβαλον -ου, τό [κύμβη: beker] cimbaal (metalen bekken als muziekinstrument), meestal plur.

Russian (Dvoretsky)

κύμβᾰλον: τό преимущ. pl. кимвал Pind., Xen. etc.

Spanish

címbalo

English (Strong)

from a derivative of the base of κῦμα; a "cymbal" (as hollow): cymbal.

English (Thayer)

κυμβαλου, τό (from κυμβος, ὁ, a hollow (cf. cup, cupola, etc.; Vanicek, p. 164)), a cymbal, i. e. a hollow basin of brass, producing (when two are struck together) a musical sound (see B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Cymbal; Stainer, Music of the Bible, chapter ix.): Pindar, Xenophon, Diodorus, Josephus, others.)

Greek Monotonic

κύμβᾰλον: τό, κύμβαλο, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κύμβᾰλον: τό, (κύμβος) Λατ. cymbalum, μουσικὸν ὄργανον συνιστάμενον ἐκ δύο μεταλλίνων κοίλων ἡμισφαιρίων ἅπερ συνέκρουον πρὸς ἄλληλα πρὸ πάντων εἰς τὰς ἑορτὰς τοῦ Βάκχου καὶ τῆς Κυβέλης, Ξεν. Ἱππ. 1. 3· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ἀποσπ. 48, Διόδ. 2. 38, Πλούτ. κτλ.· πρβλ. τύμπανον.

Middle Liddell

κύμβᾰλον, ου, τό,
a cymbal, Xen.

Chinese

原文音譯:kÚmbalon 欽巴朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:凹陷的 相當於: (מְצִלְתַּיִם‎) (צְלָצַל‎ / צִלְצָל‎ / צֶלְצֶלִים‎)
字義溯源:鈸,似凹陷的,敲打樂器,銅盤;源自(κῦμα)=巨浪);而 (κῦμα)出自(κυρόω)X*=大浪)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 鈸(1) 林前13:1

Mantoulidis Etymological

(=εἶδος μουσικοῦ ὀργάνου, ἀπό δύο μεταλλικά κοῖλα ἡμισφαίρια πού τά χτυποῦσαν μεταξύ τους στίς γιορτές τοῦ Βάκχου καί τῆς Κυβέλης). Ἀπό τό κύμβη (=κοῖλο ἀγγεῖο) τοῦ κύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό címbalo instrumento con poder mágico ῥόμβον στρέφω σοι, κυμβάλων οὐχ ἅπτομαι hago girar la rueda para ti, no toco címbalos P IV 2296 P XXXVI 158