ερυθρόδανο

Revision as of 15:34, 4 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

ερυθρόδανο, το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].