καμπή
English (LSJ)
ἡ, (κάμπτω)
A winding, of a river, Hdt.1.185; Εὐβοΐδα κ., of the Euripus, A.Fr.30; τὰς κ. τῶν Χωρίων Aen.Tact.15.6; τόπους καμπὰς ἔχοντας Ael.Tact.35.4. 2 flexion, bending, τὰ ἄποδα δυσὶ Χρώμενα προέρχεται καμπαῖς Arist.IA707b9, cf. HA490a31. 3 curved part, HeroSpir.2.16, Sor.2.62. II turning-post in a racecourse, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ar.Pax905; καμπαῖσι δρόμων E.IA224(lyr.); εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Pl.Ion537a: metaph., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε bring a speech to its goal (cf. καμπτήρ 11), E.El. 659; καμπὴν ποιεῖσθαι Pl.Phd.72b. III in Music, turn, sudden change, εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν Ar.Nu.969; ἐξαρμονίους κ. Pherecr. 145.9, cf. ib. 28; καμπαὶ ᾀσμάτων Philostr.VS2.28. 2 Rhet., rounding off of a period, Cic.Att.1.14.4(pl.), Demetr.Eloc.10, 17. IV bend or flexure of a limb, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν δακτύλων, etc., Arist.HA498a25sqq., cf. Pl.Ti.74e; of the skull, οὐκ ἔχουσα καμπάς ib.75c; οὐλὴ καμπῆ ( -ῇ) Χιρὸς δεξιᾶς Sammelb.7031.5 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, die Krümmung, der Bug; ὁ ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Her. 1, 185; καὶ ἔκτασις Plat. Legg. VII, 795 e; Sp., wie Arist. part. anim. 4, 6; αἱ κατὰ τὰ ῥεῖθρα καμπαί Strab. X, 458; Biegung, Gelenk der Glieder, Arist. Bes. die Umbiegung der Rennbahn, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ar. Pax 870, wo auch κάμπαις accentuirt ist; καμπαῖσι δρόμων Eur. I. A. 224; εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν καμπὴν ἐν τῇ ἱπποδρομίᾳ Plat. Ion 537 a; καμπὴν ποιεῖσθαι, umbiegen u. zurücklaufen oder -fahren; übertr., in der Rede, Phaed. 72 b; πάλιν τοι μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε Eur. El. 659; vom Gesange, εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν Ar. Nubb. 956, künstliche Schnörkel, Rouladen machen; ἐξαρμονίους καμπὰς ποιεῖν Phereer. bei Plut. de music. 30; bei den Rhett. von der Abrundung der Perioden, conversio.