διασπουδάζω
English (LSJ)
A do zealously:—and Pass., to be anxiously done or looked to, τί μάλιστα ἐν ἁπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις; D.20.157, cf. 23.78: c. inf., δ. μὴ λαβεῖν ὑμᾶς ib.182; διεσπούδαστο ἐλθεῖν J.AJ 15.8.1; διεσπουδάζετο abs., Arr.An.7.23.8.
2 to be zealous, περί τι D.H.Lys.14.
II employ electoral corruption, D.C.36.38: in fut. Med., Id.52.20.
Spanish (DGE)
1 poner todo su empeño, poner todo su afán o poner todo su atención c. or. final καλῶς οὖν ποιήσεις ... [δια] σπουδάσας ὅπως ... PSI 347.4 (III a.C.) (dud.), c. prep. οἱ περὶ τὰς ἀντιθέσεις καὶ παρισώσεις διεσπουδακότες los que ponen todo su afán en las antítesis y los paralelismos D.H.Lys.14.2, c. inf. πασῶν τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατεῖν διεσπούδακεν Basil.M.31.1364B
•tb. en v. med., c. inf. διεσπούδασται μὴ λαβεῖν ὑμᾶς (τὴν πόλιν) D.23.182, διεσπούδαστο πάντας τοὺς ἐπισημοτάτους ἐλθεῖν ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν I.AI 15.270, c. prep. οὐκ ἐπὶ μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο puso un gran empeño en cuestiones sin importancia Arr.An.7.23.8, en v. pas. τίνος οὖν ποθ' εἵνεκα ταῦθ' οὕτω διεσπούδασται; D.23.78, cf. 20.157, Aristid.Or.12.33, ἄλλαι ... καλαὶ πραγματεῖαι καὶ Ῥωμαίοις καὶ Ἕλλησιν εὖ μάλα διεσπουδασμέναι otras hermosas composiciones en que griegos y romanos han puesto todo su afán D.H.Orat.Vett.3.2, καταφρονήσαντα τῶν ἄλλων ἁπάντων, ἃ τοῖς πολλοῖς διεσπούδασται Gal.1.245, cf. Lib.Ep.231.1, τὰ διεσπ[ουδασμέ] να las cosas que han sido objeto de una atención especial Schubart Gr.Lit.Pap.38.99.
2 en mal sent. emplear todo tipo de argucias o métodos corruptos para el acceso a cargos públicos διασπουδάσαντες ἀπεδείχθησαν D.C.36.38.3
•tb. en v. med., D.C.52.20.3.
German (Pape)
[Seite 603] 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί μάλιστα ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, ὅπως μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ λαβεῖν ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.
French (Bailly abrégé)
1 se donner du mal, s'appliquer avec zèle;
2 briguer une charge contre (un compétiteur).
Étymologie: διά, σπουδάζω.
Russian (Dvoretsky)
διασπουδάζω: тж. med. прилагать усилия, стараться, хлопотать (med. μὴ ποιεῖν τι Dem.): τί μάλιστα ἐν ἅπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις; Dem. что было предметом наибольших забот всего законодательства?
Greek (Liddell-Scott)
διασπουδάζω: ἀσχολοῦμαι εἴς τι μετὰ ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., μετὰ ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί μάλιστα διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὡσαύτως διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι ζηλωτής, περί τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. ἀντιπαραγγέλλω, διαγωνίζομαι πρός τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.
Greek Monolingual
διασπουδάζω (Α)
1. ασχολούμαι με ζήλο
2. ανταγωνίζομαι με κάποιον για την εξουσία.
Greek Monotonic
διασπουδάζω: μέλ. -σω, ασχολούμαι με ζήλο, καταπιάνομαι με κάτι με ενθουσιασμό — Παθ., πραγματοποιούμαι με θέρμη και ζήλο ή φροντίζομαι με προσοχή, τίμάλιστα διεσπούδαστο;· ο Δημ., επίσης χρησιμοποιεί το διεσπούδασται με Ενεργ. σημασία.
Middle Liddell
fut. σω
to do zealously: Pass. to be anxiously done or looked to, τί μάλιστα διεσπούδαστο; Dem., who also uses διεσπούδασται in act. sense.