ἐπιτάκτης

Revision as of 05:55, 5 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἐπιτάκτου, ὁ, commander, Gp.17.2.4: used to transl. Lat. Imperiosus, the surname of Manlius Torquatus, Plu. 2.308e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
l'Impérieux (T. Manlius Torquatus).
Étymologie: cf. ἐπιτακτήρ.

German (Pape)

ὁ, der Befehlende, Geop.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάκτης: ου adj. m повелительный, властный, умеющий повелевать (перевод лат. Imperiosus, agnomen Манлия Торквата у Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιτάσσων, Γεωπ. 17. 2, 4· ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Imperiosus, ὅπερ ἦν ἐπώνυμον τοῦ Μανλίου ἢ Μαλλίου Τορκουάτου, Πλούτ. 2. 308Ε.

Spanish

que manda

Greek Monolingual

ἐπιτάκτης, ό (AM) επιτάσσω
μσν.
αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήρ
αρχ.
επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. του λατ. imperiosus).

Léxico de magia

que manda en plu., ref. a divinidades inconcretas ἐπικαλοῦμαι ... ὦ τῆς Μοίρας τῆς ἅπαντα περιϊππαζομένης ἐπιπομποί, ὦ τῶν ὑπερεχόντων ἐπιτάκται os invoco a vosotros, los que enviáis a la Moira que todo lo recorre, vosotros que mandáis sobre los que están por encima P XII 222