στρατηγέω
English (LSJ)
Dor. στρᾰτᾱγέω SIG 421.16 (Thermum, iii B.C.), etc.; Aeol. στροτᾱγέω IGRom.4.1243 (Thyatira), but στρατ- in the duplicate, IG12(2).243.3 (Mytil.):—
A to be general, Hdt.5.28, E.Heracl.391; esp. at Athens (v. στρατηγός 11), Ar.Eq. 288, Nu.586, Th.1.57, etc.; προγόνων εἶναι τῶν ἐστρατηγηκότων Aeschin.1.27, cf. D.34.50; καὶ πολιτεύεσθαι καὶ σ. Isoc.5.140; σ. ἀπὸ μεγάλων (sc. τιμημάτων) they are eligible as general beginning from a high property-qualification, Arist.Pol.1282a31: in Egypt, hold the office of στρατηγός, BGU1297.4 (iii B.C.), PEnteux.8.10 (iii B.C.), etc.: at Rome, to be consul, Plb.2.21.7, 3.114.6; more freq., to be praetor, Plu.Ant.6; στρατηγῶν καὶ ὑπατεύων Id.Cat.Ma.4, cf. Arr.Epict.4.1.149. b c. gen., to be general of an army, τῶν Λυδῶν, Ἐρετριέων, etc., Hdt.1.34, 5.102, etc.; freq. in Att., Th.1.29, D.20.82, etc.; also σ. τῆς Σάμου Plu.Per.26; πολέμου D.H.3.22 (v.l. -ον) ; ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; S.Aj.1100. c c. dat., ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι ἐς Θεσσαλίην Hdt.6.72, cf. A.Eu.25, E.Tr.926, Andr.324, Lys.13.62; but σ. Ξέρξῃ to be general of his army, Paus. 9.1.3. d folld. by a Prep., σ. ἐπὶ Δηλίῳ And.4.13; ἐν Τροίᾳ S.El.1; ἐς Θεσσαλίην Hdt. (v. supr. c); σ. ὑπὲρ τῆς Ἀσίας serve as general on the side of Asia, Isoc.4.154. e c. inf., manoeuvre so as . ., μάχην θέσθαι Plu.Pyrrh.21, cf. Crass.25, etc. f c. acc. cogn., σ. στρατηγίας And 1.147, Dinsmoor Archons of Athens 7; ναυμαχίαν, πόλεμον, D.13.21, 49.25: with neut. Adj., do a thing as general, τοῦτο X.An.7.6.40; πάντα ὑπὲρ Φιλίππου carry on the whole war in Philip's favour, D.3.6; τοιαῦτα σ. manage matters so in his command, Hdt.9.107; εἰ μὲν ἄλλο τι καλῶς ἐστρ. X.HG6.5.51 —Pass., τὰ στρατηγούμενα D.4.25,47. g Pass., to be commanded by a general, ἡ πόλις . . ὑπὸ ὑμῶν . . στρατηγεῖται Pl.Ion 541c; στρατιὰ ὑπό τινων στρατηγουμένη Isoc.4.185; δυοῖν . . στρατηγεῖται φυγή E.Heracl.39; στρατηγηθῆναι serve under a στρατηγός, Arist. Pol.1277b11; to be governed as a province, App.Mith.105. 2 metaph., ἡ τύχη ἐστρ. X.An.2.2.13, cf. 3.2.27; ἐστρ. ἡ σιωπὴ τὸν ἀγῶνα Plu.2.506e. II c. acc. pers., out-general, D.4.41 (Pass.), Plb.3.71.1, 9.25.6, LXX 2 Ma.14.31 (Pass.), cf. D.H.5.29 codd.: metaph. of Homer, δημαγωγῶν καὶ στρατηγῶν τὰ πλήθη Str.1.2.9; in Med., of Pythagoras, Socr.Ep.28 (τερατευσαμένῳ Hercher). 2 c. acc. rei, τῷ σχήματι τοῦ προσώπου στρατηγεῖν τὴν τοῦ πλήθους εὐθυμίαν (of a general) Onos.13.3.
German (Pape)
[Seite 951] intr., Heerführer, Feldherr sein; τινί, ἐξ οὗτε Βάκχαις ἐστρατήγησεν θεός, Aesch. Eum. 25; Soph. Ai. 1079 El. 1; Φρυξί, Eur. Troad. 926, u. öfter; auch pass., δυοῖν γερόντοιν στρατηγεῖται φυγή, Heracl. 39, wie Plat. ἡ ἡμετέρα πόλις ἄρχεται ὑπὸ ὑμῶν καὶ στρατηγεῖται, Ion 541 c; absolut, Ar. Equ. 288 Ran. 1194; τινός, Her. 1, 211. 7, 82. 161; Xen. στρατηγίαν, An. 1, 3, 15; c. dat., ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι ἐς Θεσσαλίην, Her. 6, 72; übertr., ἡ τύχη ἐστρατήγησε κάλλιον, Xen. An. 2, 2, 13; ἵνα μὴ τὰ ζεύγη ἡμῶν στρατηγῇ, 3, 2, 27; Plut. de garrul. 9. Auch δοκεῖ δέ μοι τοῦτο ὑμᾶς πρῶτον ἡμῶν στρατηγῆσαι, τὸν μισθὸν ἀναπρᾶξαι, daß ihr euch darin zuerst als unsere Heerführer zeigt, daß ihr uns den Lohn erwirkt, Xen. An. 7, 6, 40; πάντα ἐστρατηγηκότες ἔσεσθε ὑπὲρ τοῦ Φιλίππου, Dem. 3, 6; u. pass., στρατηγεῖσθε ὑπ' ἐκείνου, 4, 41. – Bei. Sp. = eine Kriegslist brauchen, Plut. Pyrrh. 21 u. sonst; im Kriege durch eine List besiegen, überlisten, Pol. 3. 71, 1; vgl. μᾶλλον ἑαυτοὺς ἢ τοὺς πολεμίους στρατηγεῖν, 9, 25, 6; D. Hal. 5, 29.