βάζω

Revision as of 06:20, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

poet. Verb, used chiefly in pres. and impf.: aor. ἔβαξα Hsch.: pf. Pass. (v. infr.):—speak, say, ἄρτια βάζειν Il.14.92, al.; ἀνεμώλια β. Od.4.837; πεπνυμένα βάζεις Il.9.58; οἵτ' εὖ μὲν βάζουσι κακῶς δ' ὄπιθεν φρονέουσιν Od.18.168; νήπια β. Pi.Fr.157; ἐβληχημένα β. AP7.636 (Crin.): c. dupl. acc., ταῦτά μ' ἀγειρόμενοι θάμ' ἐβάζετε Il.16.207, cf. E.Hipp.119; πολλὰ κακῶς β. ἑστίαν Ἀτρειδᾶν Id.Rh.719 (lyr.); καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα β. A.Ch.882: c. dat. modi, χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι address with sharp words, Hes.Op.186; κακοῖσι β. πολλὰ Τυδέως βίαν A.Th.571; ὑπέραυχα β. ἐπὶ πτόλει ib. 483; εἴ τι μὴ ψεῦδος ἡ παροιμίη βάζει Herod.2.102; Διονύσῳ ὄργια βάζων IG14.1642:—Pass., ἔπος… βέβακται a word has been spoken, Od.8.408. (Cf. βάξις, βάσκειν (for βάκ-σκειν) , ἀβακής.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. subj. βάξῃς Anacr.313S.]
1 decir, hablar c. ac. int. ἄρτια βάζειν Il.14.92, ἀνεμώλια βάζειν Od.4.837, πεπνυμένα βάζεις Il.9.58, νήπια βάζεις Pi.Fr.157, μή πως βάρβαρα βάξῃς Anacr.l.c., ἐλεύθερα βάζειν A.Pers.593, ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει A.Th.483, ἐβληχημένα βάζων AP 7.636 (Crin.), εἴ τι μὴ ψεῦδος ... ἡ παροιμίη βάζει Herod.2.102
en v. pas. ἔπος δ' εἴ πέρ τι βέβακται δεινόν Od.8.408
c. ac. int. y ac. de pers. ταῦτά μ' ἀγειρόμενοι θάμ' ἐβάζετε Il.16.207, εἴ τίς σ' ὑφ' ἥβης ... μάταια βάζει E.Hipp.119, πολλὰ τὰν βασιλίδ' ἑστίαν Ἀτρειδᾶν κακῶς ἔβαζε E.Rh.719
c. ac. int. y dat. de pers. καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω y en vano digo palabras inútiles a gente dormida A.Ch.882, Διονύσῳ ὄργια βάζων IUrb.Rom.1228.5
c. ac. de pers. y dat. instrum. κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαν ultraja de continuo al fuerte Tideo A.Th.571.
2 intr. hablar αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε Od.11.511, οἵ τ' εὖ μὲν βάζουσι Od.18.168, βασσαρέα καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ βάζειν Corn.ND 30
c. dat. instrum. χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι Hes.Op.186.
3 vilipendiar, ultrajar Hsch.s.u. ἔβαξας.
• Etimología: Quizá rel. c. βαβάζω y por tanto de origen onomatopéyico.

German (Pape)

[Seite 423] (fut. βάξω, vgl. ἐκβάζω), reden, sprechen; in gutem Sinne, Hom. Odyss. 11, 511 ὅτε φραζοίμεθα βουλάς, αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων· Νέστωρ ἀντίθεος καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω; gew. mit tadelndem Nebenbegriff, schwatzen; Hom. oft, ἄρτια Od. 8, 240; ἀνεμώλια 11, 464; ἀπατήλια 14, 127; νήπια Pind. frg. 128; ἐλεύθερα Aesch. Pers. 585; – τινά τι Il. 16, 207; εἴ τίς σε μάταια βάζει Eur. Hipp. 119; vgl. Rhes. 719; τινίτι Hes. O. 184; καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω Aesch. Ch. 869; ἐπί τινι Spt. 465; ὄργια Διονύσῳ, beten, Ep. ad. 471 (App. 238). Außer praes. u. impf. bei Hom. auch perf. pass., ἔπος βέβακται, ein Wort ist gesprochen, Od. 8, 408, Scholl. πεφλυάρηται.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et pf.
parler, dire, acc. ; εὖ β. OD dire de bonnes paroles ; β. τινά τι IL ou τινί τι ESCHL dire qch à qqn ; ὑπέραυχα β. ἐπί τινι ESCHL adresser à qqn des paroles hautaines ; Pass. ἔπος βέβακται OD une parole a été prononcée.
Étymologie: R. Βαγ, parler.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάζω, onomat., perf. med.-pass. 3 sing. βέβακται, spreken, zeggen:; δίχα β. tegenstrijdige dingen zeggen Od. 3.127; met acc. v. h. inw. obj..; ἄρτια β. verstandige woorden spreken Il. 14.92; met dat. instrum..; χαλεποῖς β. ἔπεσσι toespreken met harde woorden Hes. Op. 186; met acc. v. h. inw. obj. en acc. iets tegen iem.:; εἴ τίς σε … μάταια βάζει als iemand dwaze dingen tegen u zegt Eur. Hipp. 119; ook met prep.. ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει ze richten arrogante woorden tegen de stad Aeschl. Sept. 483.

Russian (Dvoretsky)

βάζω: говорить (τινά τι Hom., Eur. и τινί τι или τι ἐπί τινι Aesch.): χαλεποῖς β. ἐπέεσσι Hes. бранить(ся); ἔπος δ᾽ εἴπερ τι βέβακται δεινόν Hom. если сорвалось (у меня) какое-л. резкое слово.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: speak, say often nonsens (Il.).
Other forms: only present stem, except βέβακται θ 408; ἔβαξας H.
Derivatives: βάξις word, rumour (Emp.), βάγματα pl. (A. Pers. 637 in lyr.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Cf. βάσκειν λέγειν (which Latte deletes), κακολογεῖν H. (cf. λάσκειν). May be from *βάκ-σκειν (Schwyzer 708; cf. Βάκις). To βάσκειν βάσκανος. S. also ἀβακής. Onomatopoetical, cf. βαβάζω (the objections of DELG are hardly decisive).

Middle Liddell

chiefly in pres. and imperf.]
to speak, say, Hom.; βάζειν τί τινα to say somewhat to a man, Il.; also, τί τινί Aesch.; c. dat. modi, χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσσι to address with sharp words, Hes.:—Pass., ἔπος βέβακται a word has been spoken, Od.

English (Autenrieth)

perf. pass. βέβακται: talk, speak, mostly with reference to one's way of thinking, and consequently of expressing himself; ἄρτια, πεπνῦμένα, εὖ βάζειν, and often in bad sense, ἀνεμώλια, μεταμώνια, ἀπατήλια βάζειν, πάϊς ὣς νήπια βάζεις, pratest, Od. 4.32 ; οὔτε ποτ' εἰν ἀγορῇ διχ ἐβάζομεν οὔτ ἐνὶ βουλῇ, ‘expressed divided sentiments,’ Od. 3.127 ; ἔπος δ' εἴπερ τι βέβακται | δεινόν, ‘if a harsh word has been spoken,’ Od. 8.408.

English (Slater)

βάζω
1 talk “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157.

Greek Monolingual

(I)
και βάνωβάζω)
1. τοποθετώ, φορώ
2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο
νεοελλ.
Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω
2. (για βαθμό) βαθμολογώ
3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση
4. βάζω... να
αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι
5. υποθέτω. II. φρ.
1. «βάζω αφτί» — κρυφακούω, αφουγκράζομαι
2. «βάζω για κάπου» — κατευθύνομαι, πηγαίνω
3. «βάζω για (δήμαρχος, πρόεδρος κ.λπ.)» — θέτω υποψηφιότητα
4. «βάζω γνώση» — λογικεύομαι, σωφρονίζομαι
5. «βάζω ένα χέρι» — βοηθώ
6. «βάζω κακό στον νου μου» — υποπτεύομαι κάτι κακό, πονηρεύομαι
7. «βάζω κατά μέρος»
α) παραμερίζω
β) αποταμιεύω
8. «βάζω κάτω κάποιον» — νικώ, επιβάλλομαι
9. «το βάζω κάτω» — παραδίνομαι, νικιέμαι, ενδίδω
10. «(το) βάζω κάτω» — σκέφτομαι προσεκτικά
11. «βάζω λόγια» — συκοφαντώ, προξενώ σκάνδαλα
12. «βάζω λυτούς και δεμένους» — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα για να πετύχω κάτι
13. «βάζω με τον νου μου» — υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
14. «βάζω μηδέν» — μηδενίζω
15. «βάζω μπροστά κάποιον» — επιπλήττω, μαλώνω
16. «βάζω μπροστά κάτι» — ξεκινώ
17. «βάζω μυαλό» — λογικεύομαι, σωφρονίζομαι
18. «βάζω νερό στο κρασί μου» — μετριάζω τις αξιώσεις μου, ενδίδω
19. «βάζω όρο» — διατυπώνω ή επιβάλλω όρο
20. «βάζω πείσμα» — προβάλλω πείσμα, επιμένω
21. «βάζω πλώρη» — κατευθύνομαι, επιδιώκω
22. «βάζω πόστα» — επιπλήττω, μαλώνω»
23. «βάζω σε ιδέα» — εμβάλλω σε κάποιον υπόνοια, τον κάνω να προβληματιστεί
24. «βάζω σε ενέργεια» — επιχειρώ, αρχίζω
25. «βάζω σε πειρασμό» — σκανδαλίζω, παρακινώ
26. «βάζω σε τάξη» — τακτοποιώ
27. «βάζω στα αίματα» — παρασύρω, ερεθίζω, διεγείρω, παρακινώ
28. «(το) βάζω στα πόδια» — τρέπομαι σε φυγή
29. «βάζω στεφάνι» — παντρεύομαι
30. «βάζω στη θέση μου κάποιον» — ορίζω ως αντιπρόσωπο
31. «βάζω κάποιον στη θέση του» — ανακαλώ στην τάξη
32. «βάζω στην άκρη» — αποταμιεύω
33. «βάζω στην μπάντα» — αποταμιεύω
34. «βάζω στη σαλαμούρα» — φροντίζω να διατηρηθεί, συντηρώ
35. «βάζω στοίχημα» — στοιχηματίζω
36. «βάζω στον κλήρο» — μοιράζω με κλήρο, κληρώνω
37. «βάζω στον νου μου» — σκέπτομαι, λογαριάζω
38. «βάζω στο πόδι μου» — αναθέτω σε κάποιον να με αντικαταστήσει
39. «βάζω στο χέρι» — εκμεταλλεύομαι, ιδιοποιούμαι
40. «βάζω τα γυαλιά σε κάποιον» — αποδεικνύω ότι είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω
41. «βάζω τα δυνατά μου» — προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις
42. «βάζω τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι» — κάνω κάποιον να υποταχθεί, να συμμορφωθεί
43. «(του) βάζω τα κέρατα» — απατώ τον ή τη σύζυγό μου
44. «βάζω τη θηλιά (ή το μαχαίρι) στον λαιμό» — πιέζω απελπιστικά, εκβιάζω, στενοχωρώ
45. «βάζω την ουρά στα σκέλια» — υποχωρώ νικημένος ή ντροπιασμένος
46. «βάζω τις φωνές»
α) φωνάζω δυνατά
β) μαλώνω, κατσαδιάζω
47. «βάζω το κεφάλι μου στον τορβά» — ριψοκινδυνεύω
48. «βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου» — ριψοκινδυνεύω
49. «βάζω το νερό στ' αυλάκι» — τακτοποιώ κάποια υπόθεση, τη βάζω στον σωστό δρόμο
50. «βάζω το χέρι μου στη φωτιά» — στοιχηματίζω με τη ζωή μου, είμαι βεβαιότατος. 51. «βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο» — βεβαιώνω με όρκο
52. «βάζω φωτιά» — ανάβω φωτιά
53. «βάζω φωτιές» — δημιουργώ προβλήματα
54. «βάζω χέρι»
α) κάνω ερωτικές χειρονομίες και θωπείες
β) αρπάζω, σφετερίζομαι, διασπαθίζω
55. «βάζω φέσι» — δεν πληρώνω οφειλόμενα
56. «βάζω καπέλο σε κάτι» — υπερτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιβάζω με αποβολή του -ι- και απλοποίηση των δύο -β- ή με αποβολή της συλλαβής -βι-. Πρβλ. και διαβάζω < διαβιβάζω. (Για τον τ. βαίνω βλ. λ.)].
(II)
βάζω)
1. κλαίω, θρηνώ
2. (για ζώα) φωνάζω θρηνητικά
νεοελλ.
1. κραυγάζω, φωνάζω
2. γαβγίζω
3. φλυαρώ
4. (για τα δέντρο, την καμπάνα, το νερό κ.λπ.) παράγω ήχο ή βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαβάζω «βγάζω άναρθρες κραυγές», με συλλαβική ανομοίωση].
(III)
βάζω (ποιητ.) (Α)
λέγω, μιλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. βαβάζω, βαβαί, βάρβαρος κ.ά.), παρ' όλο που η χρήση του ρήματος και των ονοματικών του παραγώγων δεν ευνοούν αυτή την άποψη].

Greek Monotonic

βάζω: κυρίως στον ενεστ. και παρατ., απαντά μεταξύ άλλων στο γʹ ενικό Παθ. παρακ.· βέβακται, ομιλώ, λέγω, σε Όμηρ.· βάζειν τί τινα, λέω κάτι σε κάποιον· επίσης, τί τινι, σε Αισχύλ.· με δοτ., χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσσι, μιλώ με σκληρά λόγια, σε Ησίοδ. — Παθ., ἔποςβέβακται, έχει ειπωθεί κάποιος λόγος, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

βάζω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει πρὸ πάντων κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. βαβάζω· - ὁμιλῶ, λέγω, Ὅμ.., ὅστις συχνάκις σχηματίζει φράσεις: ἄρτια βάζειν, ὡς ἐν Ἰλ. Ξ. 92· ἀνεμώλια βάζειν Ὀδ. Δ. 837· πεπνυμένα βάζεις Ἰλ. Ι. 58· οἵτ᾿ (Βεκκ. οἵ τ᾿) εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾿ ὄπισθεν φρονέουσιν Ὀδ. Σ. 167· βάζειν τινά τι, λέγω τι εἴς τινα, Ἰλ. Π. 207, Εὐρ. Ἱππ. 119· πολλὰ κακῶς β. τινὰ ὁ αὐτ. Ρήσ. 719· ὡσαύτως, τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 882· ὡσαύτως μ. δοτ. τρόπου, χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσι, προσφωνῶ, ὁμιλῶ μὲ λόγους τραχεῖς, Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 184· κακοῖσι β. πολλά Τυδέως βίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 571· ὑπέραυχα β. ἐπί τινι αὐτόθι 483: - Παθ., ἔπος ... βέβακται, λόγος τις ἔχει λαληθῆ (οἱ σχολ. = πεφλυάρηται), Ὀδ. Θ. 408. (Ἐκ τῆς √ΒΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν βέβαγμαι, βάξις· ἐντεῦθεν καὶ βαβάζω).

Frisk Etymology German

βάζω: {bázō}
Forms: vorw. im Präsensstamm; βέβακται θ 408.
Grammar: v.
Meaning: schwatzen, sprechen (poet. seit Il.; zur Bedeutung und Gebrauch Fournier Les verbes "dire" 49ff.),
Derivative: Davon βάξις Sage, Ruf, Kunde (lyr. u. trag.), βάγματα pl. (A. Pers. 637 in lyr.).
Etymology: Eine parallele Bildung ist βάσκειν· λέγειν (zu tilgen mit Latte?), κακολογεῖν H.; vgl. das bedeutungsähnliche λάσκειν. Herleitung aus *βάκσκειν (Schwyzer 708; vgl. Βάκις) ist möglich, aber kaum notwendig. Von βάσκειν ist βάσκανος (s. d.) schwerlich zu trennen. S. auch ἀβακής. Onomatopoetisch, vgl. βαβάζω.
Page 1,207-208