ετερόρροπος

Revision as of 07:23, 8 October 2024 by lsj>Spiros

Greek Monolingual

-ο (Α ἑτερόρροπος, -ον)
1. ετερορρεπής
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα
τα ακρωτηριασμένα μέλη
3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο μέρος.
επίρρ...
ετερορρόπως και ετερόρροπα (ΑΜ ἑτερορρόπως)
ετερορρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αμφίρροπος, αντίρροπος].