ηναυτ. κανονιοφόρος, μικρό σκάφος εφοδιασμένο με πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. canonnière < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -iere].