συγκατέχω

Revision as of 11:57, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")

English (LSJ)

A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a.
II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατέχω bij elkaar houden, bij... samenhouden, met acc. en dat.. ἔχοντας δὲ... μανίαν οὐδ’ ἂν ὁ Κρόνος δύναιτο... (αὐτοὺς ) συγκατέχειν αὑτῷ maar als ze in de greep zijn van waanzin dan zou zelfs Cronus ze niet bij zich kunnen vasthouden Plat. Crat. 404a.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέχω: сдерживать, удерживать (αὑτῷ, sc. τινα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.