σκηνοφύλαξ

Revision as of 13:42, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῠ], σκηνοφύλᾰκος, ὁ, ἡ, guard of tents, guard of a camp, X.HG3.2.5, D.H.10.44, Plu.Pomp.72.

German (Pape)

[Seite 895] σκηνοφύλακος, ὁ, Zeltwächter, Wache im Lager; Xen. Hell. 3, 2, 4; Plut. Pomp. 72.

French (Bailly abrégé)

σκηνοφύλακος (ὁ) :
gardien des tentes (d'un camp).
Étymologie: σκηνή, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνοφύλαξ σκηνοφύλακος, ὁ [σκηνή, φύλαξ] bewaker van het kamp.

Russian (Dvoretsky)

σκηνοφύλαξ: σκηνοφύλᾰκος ὁ страж шатра или лагерный сторож Xen., Plut.

Greek Monotonic

σκηνοφύλαξ: [ῠ], σκηνοφύλᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που φρουρεί εγκατεστημένος σε σκηνή, φρουρός σκηνής ή στρατοπέδου, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοφύλαξ: [ῠ], σκηνοφύλᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων, φρουρῶν ἐν καλύβῃ, ἐν σκηνῇ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 5, Διον Ἁλ. 10. 44.

Middle Liddell

σκηνο-φῠ́λαξ, ακος,
a watcher in a tent, Xen.