τόπος

Revision as of 13:00, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")

English (LSJ)


A (fem. by attraction τόπον τὰν καλειμέναν Δαματρείαν IG 9(1).32.80 (Stiris, ii B.C.)), place, region, first in A. (v. infr.), afterwds. freq. in all writers; periphrasis, χθονὸς πᾶς τόπος, i.e. the whole earth, A. Eu.249; ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον Id.Pers.790; ἐν Ἑλλάδος τόποις in Greece, ib.796; ἐν Αὐλίδος τ. Id.Ag.191 (lyr.); Πέλοπος ἐντ. Id.Eu.703, cf. 292; πρὸς ἑσπέρους τόπους towards the West, Id.Pr.350; πρόσθε Σαλαμῖνος τόπων before Salamis, Id.Pers.447; Θρῄκης ἐκ τόπων E.Alc.67; Διρκαίων ἐκ τ. Id.Ph.1027 (lyr.): so in Prose, district, ὁ τόπος ὁ Ἑλληνικός Isoc. 5.107, cf. Ep.1.8; ὁ περὶ Θρᾴκην τόπος D.20.59; ὁ ἐπὶ Θρᾴκης τόπος Aeschin. 2.9, 3.73; ὁ τόπος οὗτος, ἐν τούτοις τοῖς τ., X.An.4.4.4, Cyr.2.4.20; ὅλος τόπος a whole region, D.19.230; κατὰ τόπους καὶ κώμας Pl.Criti. 119a; οἱ τῆς χώρας τόποι the places of a country, Id.Lg.760c, etc. (but ὁ τόπος τῆς χώρας the geographical position, D.4.31; region, Pl.Lg.705c); ὁ ἅγιος τόπος, of Jerusalem, LXX 2 Ma.2.18 (cf. infr. 5); the universe divided into three τόποι, Arist.IA706b3, Cael.312a8 (contrast PA666a15, etc.); οἱ κοινοὶ τόποι = public sites or buildings, IG42(1).65.8 (Epid.); ἄσυλος τόπος BGU1053 ii 9 (i B. C.), PTeb.5.83 (pl., ii B. C.); οἰκίαι καὶ τόποι houses and sites, ib.281.12 (ii B.C.); so ψιλοὶ τόποι sites not built upon, OGI52.2 (Ptolemais, iii/ii B. C.).
2 place, position, οὐ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάξαι Aeschin.3.78; ὑπολιποῦ τόπον leave a space (in a document), PCair.Zen.327.83 (iii B.C.); περικήπῳ τ. καταλιπεῖν ib.193.8 (iii B.C.); τόπον ἔχειν have a place, D.H.Dem.23, Plu.2.646a; φίλου τόπον ἔχειν hold the place of... Arr.Epict.2.4.5; Μερόλας ὁ αἱρεθεὶς ὕπατος εἰς τὸν τοῦ Κίννα τ. D.S.38/39.3; ἐνεγράφη εἰς τὴν ἱερωσύνην εἰς τὸν Αευκίου Δομιτίου τ. τετελευτηκότος Nic. Dam.Fr. 127.4J., cf. D.H.2.73; ἀναπληροῦν τὸν τ. τοῦ ἰδιώτου 1 Ep.Cor.14.16; τόπον ἔχειν also = have room (to grow), Thphr.HP1.7.1; τόπῳ c. gen., in place of, instead of, Hdn.2.14.5; ἀνὰ τόπον = on the spot, immediately, E.Supp.604 (lyr., dub.l.); so ἐν τόπῳ IG12(7).515.63 (Amorgos); ἐπὶ τόπου Plb.4.73.8; ἐπὶ τῶν τ. PEnteux.55.5 (iii B. C.), UPZ70.16 (ii B.C.), CIL3.567.3 (Delph., ii B. C.), POxy.2106.23 (iv A. D.), etc.; κατὰ τὸν αὐτὸν τόπον S.E.P.3.1; παρὰ τόπον = at a wrong place, Str.10.2.21, Arr.Epict.3.21.16 (but παρὰ τόπον καὶ παρὰ καιρόν = by virtue of the place and the time, ib.3.21.14).
3 place or part of the body, Hp.Aph. 2.46, Loc.Hom.tit., Sor.2.40, al., Gal. in titles of works, e.g. περὶ τῶν πεπονθότων τόπων, περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους; esp. ὁ τόπος, pudendum muliebre, Arist.HA572b28, 583a15, cf. Sor.2.62 (pl.).
4 place, passage in an author, κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας Plb.12.25f.1, cf. Ph.2.63, Ev.Luc.4.17, Sor.2.57,58, etc.; the word is prob. interpolated in X.Mem.2.1.20.
5 burial-place, IG12(7).401 (Amorgos), al., Ev.Marc. 16.6; also in codd. of E.Heracl. 1041 (fort. leg. τάφον); later ὁ ἅγιος τόπος is freq. of the grave of a martyr, or of a monastery associated with it, PMasp.94.18 (vi A.D.), etc.
6 in Egypt, district, department, a subdivision of the νομός, = τοπαρχία, PMich.Zen.43.8 (iii B. C.), Theb.Ostr.27.2 (ii B. C.): but most freq. in plural, ὁ ἐπὶ τῶν τόπων στρατηγός, πράκτωρ, etc., PEnteux.27.9 (iii B. C.), PRein.7.17,35 (ii B. C.), etc.; οἱ ἔξω τόποι dub. sens. in PEnteux.87.2 (iii B. C.), BGU1114.6 (i B. C.), etc.
7 a room in a house, τόπον ἕνα ἄνευ ἐνοικίου ib.896.4 (ii A. D.); δύο τόπους ἤτοι συμπόσια POxy. 1129.10 (V A. D.), cf. 502.34 (ii A. D.), 912.13 (iii A. D.).
8 position on the zodiac, Vett.Val.139.13; esp. the twelve regions of 300, Ptol. Tetr.128, Heph.Astr.1.12.
9 αὐτὸς ὁ θεὸς καλεῖται τόπος, τῷ περιέχειν τὰ ὅλα Ph.1.630, cf. Corp.Herm.2.12, Hippol. Haer.6.32.
II topic, Isoc.5.109, 10.38, Aeschin.3.216, Plb.21.19.2, Phld. Rh.1.119S., etc.
2 commonplace or element in Rhetoric, ὁ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον τ. Arist.Rh.1358a14, cf. 1396b30, 1397a7; τὸ αὐτὸ λέγω στοιχεῖον καὶ τ. ib. 1403a18: pl., Phld.Rh.1.226S.
b = ὁμολογουμένου πράγματος αὔξησις, Hermog Prog.11; κοινὸς τόπος ib.6.
c generally, sphere, ὁ πραγματικὸς τόπος D.H.Comp.1.
III metaph., opening, occasion, opportunity, ἐν τ. τινὶ ἀφανεῖ Th.6.54 (but τρόπῳ is prob. cj.); ὀργῇ διδόναι τόπον Plu.2.462b; μὴ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ Ep.Eph.4.27; δότε τόπον τῇ ὀργῇ = leave room for the wrath (of God), i.e. let God punish, Ep.Rom.12.19; μὴ καταλείπεσθαί σφισι τ. ἐλέους Plb.1.88.2; μετανοίας τ. οὐχ εὗρε Ep.Hebr.12.17; οὐδὲ φυγῆς τόπον εὐμοιρήσαντες Hld.6.13; τόπον διδόναι τινί c. inf., give occasion to... LXX Si.4.5.

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, Ort, Stelle, Gegend, Land, auch Stadt, wofür wir ebenfalls Ort od. Platz brauchen; γᾶς ἔσχατον τόπον, Aesch. Prom. 416; εἰ μὴ στρατεύσεσθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Pers. 776, u. oft; τίς τόπος, τίς ἔδρα, Soph. Phil. 157; ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον, O. C. 56, u. öfter; Θρῄκηε ἐκ τόπων χειμερίων, Eur. Alc. 68; in Prosa überall; κατὰ τόπους καὶ κώμας, Plat. Critia. 119 a; τοὺς τῆς χώρας τόπους μεταλλάττονται, Legg. VI, 760 c; Sp.; ὁ τόπος τῆς χώρας, die Oertlichkeit, örtliche Beschaffenheit eines Landes, Dem. 4, 31; – τόπῳ τινός, anstatt, an der Stelle, Hdn. 2, 14 u. a. Sp.; – ἀνὰ τόπον, auf der Stelle, sogleich, Herm. Eur. Suppl. 622; παρὰ τόπον, an unrechter Stelle, Strab.; μένειν ἐπὶ τόπου, Pol. 4, 72, 5. – In der Rhetorik der Gemeinplatz, locus communis, Arist. rhet. 1, 2. – Übertr. = Veranlassung, Gelegenheit, Sp., wie Hel. 6, 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lieu, endroit, particul.
I. espace de terrain, en gén. place, emplacement : ὃν ἐπὶ στείβεις τόπον SOPH le lieu que tu foules;
II. pays, territoire, localité : οἱ ἕσπεροι τόποι ESCHL la région du couchant ; τόποι Ἑλλήνων ESCHL, Ἑλλάδος τόποι ESCHL la région de la Grèce;
III. endroit d'un ouvrage;
IV. t. de rhét. et de dialect.
1 fondement d'un raisonnement ; οἱ τόποι les principaux points de la démonstration;
2 sujet ou matière d'un discours ; lieux communs.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

τόπος:
1 место: ἀνὰ τόπον Eur., ἐπὶ τόπου Polyb. и κατὰ τὸν τόπον Sext. на месте, тут же;
2 местность, область, страна (ὁ Ἑλλήνων τ. Aesch.): κατὰ τόπους καὶ κώμας Plat. по областям и селениям; οἱ ἕσπεροι τόποι Aesch. западные страны, запад; γᾶς ἔσχατος τ. Aesch. край земли; οἱ τῆς χώρας τόποι Plat. (отдельные) области страны; ὁ τ. τῆς χώρας Dem. характер местности;
3 пространство (χθονὸς πᾶς τ. Aesch.);
4 тж. pl. pudenda muliebria Arst.;
5 рит.-лог. общее место, т. е. основной момент (в доказательстве) Arst.;
6 вопрос, тема (περὶ τόπον τινὰ διατρίβειν Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τόπος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. locus, regio, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλῳ καὶ ἀκολούθως παρὰ πᾶσι τοῖς Ἀττικ. συγγραφεῦσι· περιφρ., χθονὸς πᾶς τόπος, δηλ. πᾶσα ἡ γῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 249· ἐς τὸν Ἑλλήνων τ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 790· ἐν Ἑλλάδος τόποις, ἐν Ἑλλάδι, αὐτόθι 796, πρβλ. Ἱκέτ. 232· ἐν Αὐλίδος τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 191· Πέλοπος ἐν τ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 703, πρβλ. 292· πρὸς ἑσπέρους τ., πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 348· πρόσθε Σαλαμῖνος τόπων, ἔμπροσθεν τῆς Σαλαμῖνος, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 447· Θρῄκης ἐκ τόπων Εὐρ. Ἄλκ. 67· Διρκαίων ἐκ τ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1026· ― οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χώρα, ὁ τ. ὁ Ἑλληνικὸς Ἰσοκρ. 103Ε, πρβλ. 406Α· ὁ περὶ Θρᾴκης τ. Δημ. 475. 2· ὁ περὶ Θρ. τ. Αἰσχίν. 29. 20., 64. 9· ὁ τ. οὗτος, ἐν τούτοις τοῖς τ. Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 4, Κύρ. 2. 4, 20· ὅλος τ. Δημ. 413. 3· κατὰ τόπους καὶ κώμας Πλάτ. Κριτί. 119Α· οἱ τῆς χώρας τ., αἱ θέσεις, αἱ «τοποθεσίαι» χώρας τινός, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 760C, πρβλ. 705C, κλπ.· ἀλλά, ὁ τόπος τῆς χώρας, αἱ ἐντόπιοι περιστάσεις, Δημ. 48. 22). 2) τόπος, θέσις, οὐ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάσειν Αἰσχίν. 65. 1· τόπον διδόναι τινὶ Πλούτ. 2. 462Β· μὴ καταλείπεσθαι τόπον ἐλέους Πολύβ. 1. 88, 2· τόπον ἔχω, κατέχω τὴν θέσιν μου, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 1026. 15, Πλούτ. 2. 646Α· φίλου τ. ἔχω, ἔχω τὴν θέσιν φίλου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 4, 5· ― τόπῳ μετὰ γεν., εἰς τὴν θέσιν τινός, ἀντί τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 14· ἀνὰ τόπον, εἰς τόπον, ἀμέσως, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκετ. 662 (604)· ἐπὶ τόπου Πολύβ. 4, 73, 8· κατὰ τὸν αὐτὸν τ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 1· παρὰ τόπον, εἰς οὐχὶ καλὸν τόπον, οὐχὶ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, Στράβ. 459. 3) τόποςμέρος τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Γαλην.· ὁ τόπος, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 18., 7. 3. 1. 4) χωρίον συγγραφέως, πρῶτον παρὰ Πολυβ. ἐν Ἐκλογ. Βατικ. σ. 443, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 11, Καιν. Διαθ., κλπ.· διότι τὸ χωρίον τῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, εἶναι πιθανῶς νόθον, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 2. 117. 5) τόπος πρὸς ταφήν, κοιμητήριον, Βυζ.· ― ἐν Εὐριπ. Ἡρακλ. 1041 ὁ Elmsl. ἐπηνώρθωσε τάφου. 6) ἐν Αἰγύπτῳ, διαμέρισμα, τοπικὴ διαίρεσις, ἐπαρχία, ὑποδιαίρεσις τοῦ νομοῦ, πρβλ. τοπάρχης καὶ ἴδε Franz. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3, σ. 293. ΙΙ. ὑπόθεσις πρὸς συζήτησιν, Ἰσοκρ. 104C, 215D, Αἰσχίν. 84. 40, Πολύβ., κλπ. 2) κοινὸς τόποςστοιχεῖον, ἐν τῇ Ρητορικῇ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, πρβλ. 2. 22, 13 κἑξ., 26, 1 κἑξ., 26. 1· τόποι εἶναι οἱ τοῦ Κικέρωνος loci communes, de Orat. 3. 27, Topica ἀλλαχοῦ· ἄλλως loci ἢ sedes argumentorum, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2, Quintil. 5. 10, 20. ΙΙΙ. μεταφορ., περίστασις, εὐκαιρία, θέσις, ἐν τόπῳ τινὶ ἀφανεῖ Θουκ. 6. 54, Ἡλιόδ. 6. 13. (Ἡ ῥίζα δὲν ἐξιχνιάσθη μετὰ βεβαιότητος, ἴδε Curt Gr. Et. σ. 684).

Spanish

lugar

English (Abbott-Smith)

τόπος, -ον, ὁ, [in LXX chiefly for מָקֹום;]
place: Lk 4:37 10:1, 32 Jo 5:13 6:10, Ac 12:17, I Co 1:2, al.; τ. ἅγιος (cf. Is 60:13), Mt 24:15; ἔρημος, Mt 14:13, al.; πεδινός, Lk 6:17; ἄνυδρος (pl.), Mt 12:43, Lk 11:24; κατὰ τόπος (BV, in divers places), Mt 24:7, Mk 13:8; τραχεῖς τ., Ac 27:29; τ. διθάλασσος (q.v.), ib. 41; ἑτοιμάζειν τ., Jo 14:2, 3; ἔχειν, Re 12:6; διδόναι, Lk 14:9; c. gen. defin., τ. βασάνου, Lk 16:28; τ. καταπαύσεως, Ac 7:49; κρανίου, Mt 27:33, Mk 15:22, Jo 19:17; seq. οὗ, Ro 9:26; ὅπου, Mt 28:6, Mk 16:6, Jo 4:20 6:23 10:40 11:30 19:41; ἐν ᾧ, Jo 11:6; ἐφ᾽ ᾧ, Ac 7:33; of a place which a person or thing occupies, Re 2:5 6:14 12:8; τ. μαχαίρας, Mt 26:52; ὁ ἴδιος τ., Ac 1:25; of a place in a book, Lk 4:17 (cf. Clem. Rom., I Co., 8, 4). Metaph., of condition, station, occasion, opportunity or power: Ac 25:16, Ro 12:19 15:23, Eph 4:27 (cf. Si 38:12).SYN.: χώρα (extensive), region; χωρίον (enclosed), a piece of ground. τ. is "a portion of space viewed in reference to its occupancy, or as appropriated to a thing " (Grimm-Thayer, s.v.).

English (Strong)

apparently a primary word; a spot (general in space, but limited by occupancy; whereas χώρα is a large but participle locality), i.e. location (as a position, home, tract, etc.); figuratively, condition, opportunity; specially, a scabbard: coast, licence, place, X plain, quarter, + rock, room, where.

English (Thayer)

τόπου, ὁ, in Attic from Aeschylus and his contemporaries on; the Sept. מָקום; place; i. e.:
1. properly, any portion of space marked off, as it were, from surrounding, space; used of
a. an inhabited place, as a city, village, district: G L T Tr WH); τόν τόπον καί τό ἔθνος, the place which the nation inhabit, i. e. the holy land and the Jewish people, τόπος ἅγιος, the temple (which the Sept. of Isa. Ix. 13calls ὁ ἅγιος τόπος τοῦ Θεοῦ), ἔρημος, R G L, 12; πεδινός, ἄνυδρος, plural, κατά τόπους (R. V. in divers places) i. e. the world over (but see κατά, II:3a. α.), ἐν παντί τόπῳ, τραχεῖς τόποι, R. V. rocky ground); τόπος διθάλασσος (A. V. place where two seas met); ἑτοιμάζειν τίνι τόπον, ἔχειν τόπον, a place to dwell in, Revelation, the passage cited; οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι, διδόναι τίνι τόπον, to give one place, give way to one, τόπος οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς, τήν ἔσχατον τόπον, κατέχειν, τόπος τῆς βασάνου, τῆς καταπαύσεώς, κρανίου, τόν τόπον τῶν ἥλων, L T Tr marginal reading); — by the addition of οὗ, ὅπου, ἐφ' or ἐν ᾧ, followed by finite verbs, τόπος λεγόμενος, or καλούμενος, ὁ τόπος τίνος, the place which a person or thing occupies or has a right to: τῆς μαχαίρας, i. e. its sheath, ὁ ἴδιος τίνος (τίνος), universally, Ignatius ad Magnes. 5,1 [ET] (cf. αἰώνιος τόπος, ἴδιος, 1c.); ὁ ὀφειλόμενος τόπος, of heaven, Polycarp, ad Philippians 9,2 [ET]; Clement of Rome, 1 Corinthians 5,4 [ET]; alsoἅγιος τόπος, ibid. 5,7 [ET]; (ὁ ὡρισμένος τόπος the Epistle of Barnabas 19,1 [ET]; Act. Paul et Thecl. 28; see especially Harnack's note on Clement of Rome, 1 Corinthians 5,4 [ET]).
b. a place (passage) in a book: καί ἐν ἄλλῳ τόπῳ φησίν, Xenophon, mem. 2,1, 20 (but this is doubtful; cf. Liddell and Scott, under the word, I:4; yet cf. Kühner, ad loc.); Philo de Joseph., § 26; Clement of Rome, 1 Corinthians 8,4 [ET]); in the same sense χώρα in Josephus, Antiquities 1,8, 3).
2. metaphorically,
a. the condition or station held by one in any company or assembly: ἀναπληρουν τόν τόπον τοῦ ἰδιώτου (R. V. filleth the place of the unlearned), τῆς διακονίας ταύτης καί ἀποστολῆς (R. V. the place in this ministry, etc.), L T Tr WH.
b. opportunity, power, occasion for acting: τόπον λαμβάνειν τῆς ἀπολογίας, opportunity to make his defense, ἔχειν τῆς ἀπολογίας, Josephus, Antiquities 16,8, 5); τόπον διδόναι τῇ ὀργή (namely, τοῦ Θεοῦ), τῷ δαιβόλω, τῷ ἰατρῷ, to his curative efforts in one's case, νόμῳ ὑψίστου, τόπον διδόναι τινα, followed by an infinitive, τόπος μετανοίας εὑρίσκειν, εὑρίσκω, 3 (διδόναι. Clement of Rome, 1 Corinthians 7,5 [ET]; Latin locum relinquere paenitentiae, Livy 44,10; 24,26; (Pliny, epistle ad Trajan 96 (97), 10 cf. 2); ἔχειν τόπον μετανοίας, Tat. or. ad Graec. 15 at the end; διά τό μή καταλείπεσθαι σφισις τόπον ἐλέους μηδέ συγγνωμης, Polybius 1,88, 2); τόπον ἔχειν namely, τοῦ εὐαγγελίζεσθαι, ἐζητεῖτο τόπος, with a genitive of the thing for which influence is sought among men: διαθήκης, passive μέμφομαι)). [ SYNONYMS: τόπος 1, χώρα, χωρίον: τόπος place, indefinite; a portion of space viewed in reference to its occupancy, or as appropriated to a thing; χώρα region, country, extensive; space, yet bounded; χωρίον parcel of ground (τόπος and χωρίον (plural, R. V. lands) occur together in Schmidt, chapter 41.]

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῖται», Ξεν.)
2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος του μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ)
3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο, η θέση (α. «κάθε πράγμα στον τόπο του» β. «οὐ τὸν τρόπον ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάξαι», Αισχίν.)
4. χωρίο συγγραφέα («κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας», Πολ.)
5. φρ. α) «στον τόπο μου [σου, του]», «εἰς τὸν τόπον τινός» — σε αντικατάσταση, σε αναπλήρωση
β) «δίνω τόπο στην οργή», «τόπον δίδωμι τῇ ὀργῇ» — αφήνω την οργή να περάσει, συγκρατώ τον θυμό μου
γ) «επί τόπου» και «επιτόπου», «ἐπὶ τόπου» — επιτοπίως, με προσωπική παρουσία σε κάποιο μέρος
νεοελλ.
1. το μέρος από όπου κατάγεται κάποιος, η πατρίδα («στον τόπο μας δεν έχουμε τέτοιες συνήθειες»)
2. μαθημ. α) σύνολο σημείων που έχουν μια ορισμένη κοινή ιδιότητα
β) κάθε κλειστό και συνεκτικό σύνολο σημείων του Rv
3. βιολ. το ορισμένο τμήμα χρωματοσώματος στο οποίο βρίσκεται πάντα το ίδιο είδος γονιδίων
4. φρ. α) «κατά τόπους» ή «τόπους τόπους» — κατά περιοχές ή θέσεις
β) «έμεινε στον τόπο» — ο θάνατός του ήταν ακαριαίος
γ) «αφήνω στον τόπο» — προκαλώ ακαριαίο θάνατο
δ) «πιάνω τόπο» — τελεσφορώ, αποδίδω, έχω αποτέλεσμα
ε) «κοινός τόπος»
i) (στη φιλολογία) χαρακτηριστικό, λέξη, φράση ή φαινόμενο, που εμφανίζεται σε δύο ή περισσότερες γλώσσες ή περιόδους της ίδιας γλώσσας
ii) κάτι υπερβολικά συνηθισμένο και χρησιμοποιημένο, κοινοτοπία
στ) «Κρανίου τόπος» — ο Γολγοθάς
ζ) «οι κατά τόπους αρχές» — οι τοπικές αρχές
η) «γεωμετρικός τόπος» ή, απλώς, «τόπος»
μαθημ. σύνολο σημείων που έχουν ορισμένες κοινές ιδιότητες, σε αντιδιαστολή προς κάθε άλλο σημείο του χώρου
5. παροιμ. α) «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» ή «τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιο» ή «άλλοι τόποι άλλοι άνθρωποι» — τα ήθη και τα έθιμα διαφέρουν από τον έναν τόπο στον άλλο
β) «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν' και μπαλωμένο»
(σχετικά με επιλογή συζύγου) είναι προτιμότερος κάποιος συντοπίτης, έστω και αν μειονεκτεί σε κάτι, από άτομο που κατάγεται από ξένο μέρος
γ) «χέρι που δεν πάρει τόπος δεν αδειάζει» — τίποτε δεν μπορεί να λείψει αν δεν το πάρει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Άγιοι Τόποι» — οι τοποθεσίες της Παλαιστίνης και τα προσκυνήματα, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του βίου του Χριστού, όπως αναφέρονται στην ΚΔ
(μσν.- αρχ.)
1. αγρός, αγρόκτημαοἰκία καὶ τόποι», πάπ.)
2. χώρος ταφής, κοιμητήριο
3. θέμα, ζήτημα («περὶ πίστεως καὶ μετανοίας πάντα τόπον ἐψηλαφήσαμεν», Ωριγ.)
4. ευκαιρία, περίσταση («μετανοίας τόπον οὐχ εὗρε», ΠΔ)
5. φρ. «ἐν τόπῳ» — αμέσως
αρχ.
1. (στην Αίγυπτο) διοικητική υποδιαίρεση νομού, τοπαρχία
2. διαμέρισμα οικίας, δωμάτιο
3. σημείο του σώματος («Περὶ τῶν πεπονθότων τόπων», «Περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους» — τίτλοι ἔργων του Γαληνού)
4. το αιδοίο
5. υπόθεση για συζήτηση («ἵνα μηδεὶς αὐτῷ τόπος ἀσυκοφάντητος παραλείπηται», Αισχίν.)
6. αρχή, βάση, στοιχείο από όπου ο ρήτορας αντλεί τα επιχειρήματά του («στοιχεῖον δὲ λέγω καὶ τόπον ἐνθυμήματος τὸ αὐτό», Αριστοτ.)
7. (στον Αριστοτ.) καθεμιά από τις τρεις περιοχές στις οποίες διαιρείται το σύμπαν
8. αστρολ. α) σημείο του ζωδιακού κύκλου
β) η δωδέκατη περιοχή τών 30°
9. ο θεός («αὐτὸς ὁ θεὸς καλεῖται τόπος, τῷ περιέχειν ὅλα», Φίλ.)
10. μτφ. σφαίρα, περιοχή, χώρος («ὁ πραγματικὸς τόπος», Διον. Αλ.)
11. φρ. α) «παρά τόπον» — σε τόπο που δεν ταιριάζει (Στράβ.)
β) «παρά τόπον καὶ καιρόν» — λόγω της τοποθεσίας και του χρόνου (Αρρ.)
γ) «ἅγιος τόπος»
i) μνημείο μάρτυρα
ii) μοναστήρι στο οποίο έζησε κάποιος μάρτυρας πάπ.
δ) «ψιλὸς τόπος» — τοποθεσία στην οποία δεν υπάρχει κτίσμα (επιγρ. Πτολεμ.)
ε) «κοινοὶ τόποι» — δημόσιες εκτάσεις ή δημόσιες οικοδομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως όρος της ιατρικής και της ρητορικής. Οι συνδέσεις της λ. τόπος με τ. όπως: το λιθουαν. tenku, tekti «εκτείνω, εξαπλώνομαι», το αγγλοσαξον. patian «δίνω, επιτρέπω, υπομένω», το λιθουαν. tampu, tapti «γίνομαι, γεννιέμαι, ή το αρχ. σλαβ. tepo, teti «χτυπώ» δεν θεωρούνται πιθανές.
ΠΑΡ. τοπικός
αρχ.
τοπίζω, τοπίτης
αρχ.-μσν.
τοπίον
μσν.
τοπώ
νεοελλ.
τοπιάτικο, τοπώνω.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) τοπογράφος, τοποθετώ, τοπομαχώ
αρχ.
τοπογραμματεύς, τοποδυνάστης, τοποκράτωρ, τοποφύλαξ
αρχ.-μσν.
τοποκρατώ, τοποτηρώ
μσν.
τοποποιός, τοποχωρώ
νεοελλ.
τοπολογία, τοπομετεωρολογία, τοπομετρία, τοπομετρογράφος, τοπότυπος, τοποφοβία, τοποφυλαξία, τοπωνυμία, τοπωνύμιο. (Β' συνθετικό) άτοπος
αρχ.
έκτοπος, έντοπος, επίτοπος, ιδιότοπος, μικρότοπος, σύντοπος, υπότοπος, ψιλότοπος
νεοελλ.
αγκαθότοπος, αγκιναρότοπος, αγριότοπος, αερότοπος, αλωνότοπος, αμμότοπος, αμπελότοπος, αμυγδαλότοπος, ανθότοπος, αρρωστότοπος, βαλτότοπος, βαρβαρότοπος, βοσκότοπος, βουρκότοπος, βραχότοπος, βροχότοπος, γιδότοπος, γρασιδότοπος, δασότοπος, δενδρότοπος, ελαιότοπος, ερημότοπος, ζεστότοπος, θαμνότοπος, κακότοπος, καπνότοπος, καστανότοπος, καστρότοπος, κλεφτότοπος, κοινότοπος, κοχλιότοπος, κρυότοπος, κυνηγότοπος, λαγκαδότοπος, λιβαδότοπος, μαγαζότοπος, μανιταρότοπος, νερότοπος, ξερότοπος, παγότοπος, παλιότοπος, πετροκότοπος, πευκότοπος, πλατανότοπος, πλουσιότοπος, πρασότοπος, ρηχότοπος, ροδότοπος, σ(ι)ταρότοπος, σπιτότοπος, φιντανότοπος, φτενότοπος, φτωχότοπος, χερσότοπος, χιονότοπος, χορταρότοπος, χωματότοπος, ψαρότοπος].

Greek Monotonic

τόπος: ὁ,
I. 1. μέρος, Λατ. locus, σε Αισχύλ. κ.λπ.· περιφρ., χθονὸς πᾶς τόπος, δηλ. όλη η γη, στον ίδ.· Πέλοπος ἐν τόποις, στην Πελοπόννησο, στον ίδ. κ.λπ.· ὁ τόπος τῆς χώρας, οι γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής, σε Δημ.
2. τόπος, θέση, σε Αισχίν.
3. χωρίο συγγραφέα, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
II. θέμα προς συζήτηση, σε Αισχίν.· κοινός τόπος στην Ρητορική, σε Αριστ.
III. μεταφ., περίσταση, ευκαιρία, θέση, σε Θουκ.

Middle Liddell

τόπος, ὁ,
I. a place, Lat. locus, Aesch., etc.; periphrasis, χθονὸς πᾶς τόπος, i. e. the whole earth, Aesch.; Πέλοπος ἐν τόποις in Peloponnesus, Aesch., etc.; ὁ τόπος τῆς χώρας the local circumstances of the district, Dem.
2. place, position, Aeschin.
3. a place or passage in an author, NTest., etc.
II. a topic, Aeschin.: a common-place in Rhetoric, Arist.
III. metaph. a place, occasion, opportunity, Thuc.

Frisk Etymology German

τόπος: {tópos}
Grammar: m.
Meaning: Ort, Stelle, Gegend, Distrikt, Raum, Thema einer Rede (ion. att. seit A.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in τοπάρχης m. Vorsteher eines Distrikts, bes. in Ägypten, mit -έω, -ία (LXX, Pap. usw.); oft als Hinterglied, z.B. ἄτοπος nicht an seiner Stelle, unangebracht, ungewöhnlich, ἐντόπιος in der Gegend befindlich, einheimisch (Pl. usw.).
Derivative: Wenige Ableitungen. 1. τοπικός örtlich (Arist., Pap., Mediz. u.a.). 2. -ιον n. Platz, Begräbnisplatz (PLond., Inschr. Kleinasien). 3. -ίτης m. Ortsbewohner (St. Byz.; Redard 27). 4. -εῖον (-ήϊον) n. Strick, Seil (Kom., Kall., hell. Inschr.). Denom. Verba: 5. τοπάζω, auch m. ὑπο- auf einen Ort, Punkt hinzielen, vermuten, erraten (att.) mit -αστικός erfinderisch, scharfsinnig (Men.), ὑποτοπασμός m. Vermutung (J.). 6. -ίζω lokalisieren mit -ισμός (Arist. -Komm.), ἐκτοπίζω = ἔκτοπον ποιέω, entfernen mit -ισμός, -ιστικός (Arist., hell. u. sp.). 7. ὑποτοπέομαι, -έω (-εύω) vermuten, argwöhnen (ion., Th., Ar. u.a.).
Etymology: Wort der Alltagssprache, das sich wegen der allgemeinen Bed. einer sicheren Beurteilung entzieht. Hypothetische Vorschlage: zu lit. tenkù, tèkti hinreichen, sich hinstrecken, zuteil werden (Osthoff IF 8, 23; anders über tenkù WP. 1, 715, Fraenkel s.v.); zu lit. tampù, tàpti werden, entstehen, pri-tàpti antreffen, kennenlernen, ags. þafian zustimmen, gewähren, gestatten, dulden (Bezzenberger BB 27, 178 etwas zurückhaltend; ablehnend für tàpti Stang NTS 16, 259). Weiteres bei WP. 1, 743 und Pok. 1088; auch Bq. — Noch anders v. Windekens Ling. Posn. 9, 38: zu aksl. tepǫ, teti schlagen oder, als Alternative, als pelasgisch zu τύπος; letzteres ganz willkürlich. — Zum Bedeutungsparallelismus von τόπος und lat. locus Chantraine Mél. Ernout 51 ff.
Page 2,911

Chinese

原文音譯:tÒpoj 拖坡士
詞類次數:名詞(92)
原文字根:地方 相當於: (אֶרֶץ‎) (מָקֹום‎) (שָׂדֶה‎ / שָׂדַי‎)
字義溯源:處*,場,場所,地,位,地位,位分,地上,地方,地區,地步,原處,各處,鞘,座,所,本位,區域,空間,空座,位置,處所,機會,時機,可能性
同源字:1) (ἄτοπος)離了本位 2) (ἐντόπιος)居民 3) (τόπος / Πόντος)處,場所
出現次數:總共(94);太(10);可(10);路(19);約(16);徒(18);羅(3);林前(2);林後(1);弗(1);帖前(1);提前(1);來(3);彼後(1);啓(8)
譯字彙編
1) 地方(43) 太28:6; 可1:35; 可1:45; 可6:31; 可6:32; 可15:22; 可16:6; 路2:7; 路4:37; 路4:42; 路10:1; 路10:32; 路11:1; 路16:28; 路22:40; 路23:33; 約4:20; 約5:13; 約6:10; 約6:23; 約10:40; 約11:6; 約11:30; 約14:2; 約14:3; 約18:2; 約19:17; 約19:20; 約19:41; 徒1:25; 徒4:31; 徒7:7; 徒7:49; 徒16:3; 徒21:28; 徒27:2; 徒27:8; 徒28:7; 羅9:26; 啓12:6; 啓12:8; 啓12:14; 啓20:11;
2) 地(13) 太12:43; 太14:13; 太14:15; 太24:15; 太27:33; 可6:35; 可15:22; 路9:12; 路11:24; 路19:5; 徒6:14; 徒7:33; 徒21:28;
3) 處(10) 可6:11; 可13:8; 路21:11; 約20:7; 徒12:17; 林前1:2; 林後2:14; 帖前1:8; 提前2:8; 彼後1:19;
4) 一個地方(2) 太27:33; 約19:13;
5) 一處(2) 路4:17; 啓16:16;
6) 位(2) 路14:9; 路14:10;
7) 地步(1) 弗4:27;
8) 地位(1) 來8:7;
9) 剩餘之地(1) 羅15:23;
10) 場(1) 林前14:16;
11) 住(1) 羅12:19;
12) 餘地(1) 來12:17;
13) 各處(1) 啓18:17;
14) 本位(1) 啓6:14;
15) 原處(1) 啓2:5;
16) 一個灘地(1) 徒27:41;
17) 的地方(1) 來11:8;
18) 位分(1) 徒1:25;
19) 一塊(1) 路6:17;
20) 鞘(1) 太26:52;
21) 多處(1) 太24:7;
22) 地方的(1) 太14:35;
23) 座(1) 路14:9;
24) 空座(1) 路14:22;
25) 機會(1) 徒25:16;
26) 所(1) 徒6:13;
27) 地土(1) 約11:48;
28) 地上(1) 徒27:29

English (Woodhouse)

place, region

Mantoulidis Etymological

(=γῆ, θέση, χωρίο συγγραφέως, κοινός τόπος, εὐκαιρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τοπάζω, τοπαστέον, τόπαζος (=καθαρός κρύσταλλος), τοπήιοντοπεῖον, τοπικός, τόπιον (ὑποκορ.), τοπίτης, ἐντοπίτης, ἐντόπιος, ἄτοπος καί τά σύνθ.: τοπογραφῶ, τοποθετῶ, τοποτηρητής, τοποτηρῶ, ὑποτοπῶ.

Léxico de magia

lugar de realización de la práctica κατελθὼν ἐπὶ τόπον καθαρὸν καὶ ἱερουμένον καὶ θυσίαν πάλιν ποιήσας ἀλεκτρυόνα baja a un lugar purificado y consagrado y ofrece de nuevo en sacrificio un gallo P III 700 ποιήσας βόθρον ἐν ἡγνισμένῳ τόπῳ ὑπαίθρῳ haz un hoyo en un lugar consagrado al aire libre P XII 211 ἄρας αὐτὸν εἰς ὕπαιθρον τόπον llévalo a un lugar abierto P IV 899 ταῦτα δὲ ἐν τῷ ἐπιπέδῳ ποιήσεις, καθαρῷ τόπῳ esto lo has de hacer en la planta baja, en un lugar purificado P IV 1927 σχεδὸν δὲ <ὁ τόπος>, οὗ ποιεῖς, ἤτω παναγνός que el lugar donde actúas esté siempre completamente purificado P VII 844 πράσσε δὲ νυκτὸς ἐν τόπῳ, ὅπου χόρτος φύει realiza la práctica por la noche, en un lugar donde crezca la hierba P IV 3090 ἐλθὼν δὲ ἐπὶ τὸν τόπον παρὰ ποταμόν, θάλασσαν ἢ τριόδου νυκτὸς μέσης ve a un lugar junto a un río, al mar o a una encrucijada a media noche P XIa 3 ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας πρὸς ἀνατολὴν ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ve en la hora sexta del día hacia el Oriente a un lugar solitario P III 616 P III 693 ἐλθὼν τῇ τρίτῃ τῆς σελήνης εἰς τόπον ἀπογυμνωθέντα νεωστὶ ἀπὸ τοῦ Νείλου dirígete en el tercer día de la luna a un lugar dejado al descubierto por el Nilo P IV 27 de recogida de algún elemento de la práctica <κρεμασθ>ήτω δὲ ἡ λάμνα ἐκ ταινίου, ἐκ τῶν τόπων ἄρας, ὅθεν ἐργάζονται οἱ τὰ ἔρια ποιοῦντες la lámina debe colgar de una pequeña cinta, tras haberla cogido de los lugares donde trabajan los que fabrican la lana P IV 2239

Translations

place

Albanian: vend; Amharic: ቦታ; Apache Western Apache: gozsʼa̜a̜ge; Ainu: ウシ; Arabic: مَكَان‎; Egyptian Arabic: مكان‎, حتة‎; Hijazi Arabic: مَكان‎, مَحَل‎; Moroccan Arabic: بلاصة‎, موضع‎; Sudanese Arabic: بكأن‎, حتة‎‎; Armenian: տեղ; Aromanian: loc; Ashkun: tana; Assamese: ঠাই; Asturian: llugar; Azerbaijani: yer, məkan, məhəl, cay, məhəl, cay; Baluchi: ہند‎; Bashkir: урын, ер; Basque: leku, toki; Belarusian: месца; Bengali: জায়গা; Brunei Malay: tampat; Bulgarian: място; Burmese: နေရာ; Catalan: lloc, indret; Chichewa: malo; Chinese Cantonese: 地方; Dungan: дифон; Hakka: 地方; Mandarin: 地方; Min Nan: 所在; Wu: 地方; Coptic: ⲙⲁ; Crimean Tatar: yer; Czech: místo; Dalmatian: luc; Danish: sted, plads, placering, post; Dutch: plaats; Esperanto: loko; Estonian: paik, koht; Even: билэк, буг; Evenki: билэ; Farefare: zẽ'a; Faroese: staður; Finnish: paikka, mesta, tila; French: lieu, endroit, place; Friulian: lûc, puest, sît; Galician: lugar; Georgian: ადგილი, მდებარეობა, ადგილ-მდებარეობა; German: Platz, Ort, Stelle, Position; Gothic: 𐍃𐍄𐌰𐌸𐍃; Greek: τόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο, χώρος; Ancient Greek: ἕδρα, ἕδρη, τόπιον, τόπος, χώρα, χώρη, χωρίον, χῶρος; Guaraní: tenda; Gujarati: સ્થળ; Haitian Creole: andwa, kote; Hebrew: מָקוֹם‎, מיקום‎; Hindi: जगह, मकान, स्थान; Hungarian: hely; Ibanag: gian; Icelandic: staður; Ido: loko; Ilocano: yan; Indonesian: tempat; Ingrian: paikka, siha, kohta; Irish: áit; Old Irish: port, áitt; Isnag: xiyan; Italian: luogo, posto, posizione; Japanese: 場所, 位置, 所, 所, 空間, 余地; Javanese: panggonan; Jersey Dutch: pläk; Kamkata-viri: tõ; Kannada: ಸ್ಥಳ; Kazakh: орын; Khmer: កន្លែង; Korean: 장소(場所), 터, 곳, 위치(位置); Kurdish Central Kurdish: جێگھ‎, شوێن‎; Northern Kurdish: cih, der; Kyrgyz: орун; Ladin: luega; Lao: ສະຖານທີ່, ບ່ອນ; Latin: locus, positio, status; Latvian: vieta; Lithuanian: vieta; Macedonian: место; Malay: tempat; Malayalam: സ്ഥലം; Maltese: lok; Manchu: ᠪᠠ, ᠪᠠ; ᠨᠠ, ᠣᡵᠣᠨ; Maori: wāhi; Marathi: जागा; Middle English: stede, place; Mingrelian: არდგილი; Mongolian Cyrillic: газар; Classical Mongolian: ᠣᠷᠤᠨ, ᠭᠠᠵᠠᠷ; Moore: zĩiga; Mwali Comorian: pvahano; Mwani: maala; Nanai: бэун, боа; Nepali: स्थान; Northern Sami: báiki; Northern Thai: ᨷᩁᩥᩅᩮ᩠ᨱ; Norwegian: sted; Occitan: luòc, luec; Old Church Slavonic Cyrillic: мѣсто; Old English: stōw; Oromo: bakka; Papiamentu: lugá; Pashto: ځای‎, مکان‎; Persian: محل‎, جا‎, مکان‎; Plautdietsch: Städ; Polish: miejsce; Portuguese: lugar, local; Quechua: kuska; Romani: than; Romanian: loc; Romansch: lieu, liug, liac, li, lö; Russian: место; Rwanda-Rundi: ahantu; Sanskrit: स्थान; Sardinian: logu, locu; Scots: steid; Scottish Gaelic: àite, ionad; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̏сто, мје̏сто; Roman: mȅsto, mjȅsto; Sicilian: locu; Sinhalese: ස්ථානය; Skolt Sami: päi´ǩǩ; Slovak: miesto; Slovene: kràj, mésto; Sorbian Lower Sorbian: městno; Spanish: lugar, sitio; Swahili: pahali; Swedish: plats, placering, post, säte, ställe; Sylheti: ꠎꠦꠉꠣ; Tagalog: pook, lugar; Tajik: ҷой, макон, маҳал; Tamil: இடம்; Tatar: тур, урын; Telugu: స్థానము; Thai: บริเวณ, สถานที่; Tibetan: ས་ཆ; Tigrinya: ቦታ; Tocharian B: wṣeñña, īke; Tok Pisin: hap, ples; Turkish: yer, mekân; Turkmen: orun, ýer; Ugaritic: 𐎎𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: мі́сце; Urdu: جگہ‎, مکان‎; Uyghur: ئورۇن‎, جاي‎; Uzbek: oʻrin, joy; Venetian: łógo, lógo, logo, liogo; Vietnamese: nơi, chỗ, chốn; Walloon: plaece; West Frisian: plak; White Yakut: орун; Yiddish: אָרט‎; Zazaki: ca; Zhuang: dieg, deihfueng; ǃXóõ: sīi, ǂùã

graveyard

Adyghe: къэхалъэ, хъэхалъэ; Afrikaans: begraafplek, begraafplaas; Albanian: varrezë; Amharic: መካነ መቃብር, መቃብር ቦታ; Arabic: مَقْبَرَة‎, مَقْبُرَة‎, مَدْفِن‎; Egyptian Arabic: مقبرة‎; Hijazi Arabic: مَقْبَرة‎; Moroccan Arabic: مقبرة‎, روضة‎, قبورات‎; Aragonese: fosal; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܒܹܝܬ ܩܒ݂ܘܼܪܹ̈ܐ‎; Classical Syriac: ܒܝܬ ܩܒܘܪܐ‎; Armenian: գերեզմանոց; Aromanian: chimitir, murmintsã, grupishti, chimitiriu; Assamese: কবৰখানা, কবৰস্থান; Asturian: cementeriu, campusantu; Azerbaijani: məzarlıq, qəbiristan; Bashkir: зыярат; Basque: hilerri, kanposantu; Belarusian: могілкі, магі́ліцы, цвінтар, могільнік; Bengali: কারবালা; Breton: bered; Bulgarian: гробище; Burmese: သုသာန်, သင်္ချိုင်း, တစပြင်; Cahuilla: kuyva'al; Catalan: cementiri, camp sant, tenca d'hora; Cebuano: sementeryo, menteryo, sam-ang, lubnganan; Chamicuro: pantyon; Chechen: кешнаш; Cherokee: ᏧᎾᏓᏂᏐᏗᎢ; Chinese Cantonese: 墳場, 坟场, 公墓, 墓地; Dungan: фынйүан; Hakka: 墓地; Mandarin: 公墓 墓地, 墳地, 坟地; Min Nan: 公墓, 墓地; Chuvash: ҫӑва; Cornish: korflan, ynkladhva; Corsican: cimiteriu, campusantu; Crimean Tatar: mezarlıq, qabristan; Czech: hřbitov, pohřebiště, krchov; Dalmatian: čemitier; Danish: kirkegård, gravplads; Dupaningan Agta: libalbang; Dutch: kerkhof, begraafplaats, knekelveld; Elfdalian: tjyörtjgard; Esperanto: tombejo, enterigejo; Estonian: surnuaed, kalmistu; Faroese: kirkjugarður; Fijian: ibulubulu; Finnish: hautausmaa, hautuumaa, kalmisto; French: cimetière, boulevard des allongés, jardin des allongés, champ de navets, Champ-des-Navets; Friulian: cimitieri; Galician: cemiterio, camposanto, cadavroa, necrópole; Georgian: სასაფლაო; German: Begräbnisplatz, Friedhof, Gottesacker, Gräberfeld, Kirchhof, Leichenhof, Totenacker; Pennsylvania German: Karichhof; Greek: κοιμηντήριον, κοιμητήρι, κοιμητήριν, κοιμητήριο, κοιμητήριον, κυπαρισσάκια, κυπαρίσσια, μνήματα, νεκροταφείο, οδός αναπαύσεως, τόπος αιωνίας αναπαύσεως, τόπος αναπαύσεως; Ancient Greek: ἀποθήκη σωμάτων, κοιμητήριον, κοιμητηρία, νεκροδοχεῖον, νεκρία, νεκρών, πολυάνδριος τάφος, πολυανδρεῖον, πολυάνδριον, σακός, σηκός, τάφια, τόπος; Greenlandic: iliveqarfik; Guaraní: tyvyty; Haitian Creole: simityè; Hebrew: בֵּית קְבָרוֹת‎, בֵּית עוֹלָם‎; Hindi: क़ब्रिस्तान, गोरिस्तान, समाधिक्षेत्र; Hungarian: temető; Icelandic: kirkjugarður, grafreitur; Ido: tombeyo, enterigeyo; Indonesian: pusara, pekuburan, kuburan, makam, pemakaman; Interlingua: cemeterio; Irish: reilig, cill; Italian: cimitero, camposanto, sepolcreto; Japanese: 墓, 墓地, 霊園, 墓場, 化野, 墓園; Kazakh: зират, бейіт; Khmer: ទីប៉ាឆា, ប៉ាឆា; Korean: 묘지(墓地), 묘원(墓園); Kurdish Central Kurdish: قەبرستان‎, گۆڕستان‎; Northern Kurdish: goristan; Kyrgyz: мазар, көрүстөн; Ladin: curtina; Ladino: betahayim, sementario; Lao: ປ່າຊ້າ, ສຸສານ; Latin: coemeterium, sepulcretum; Latvian: kapsēta, kapi; Ligurian: çementeri, campu santu; Limos Kalinga: lolobnan; Lingala: nkunda; Lithuanian: kapinės; Low German: Begreefplak; Luxembourgish: Kierfecht; Macedonian: гробишта; Maia: matmat; Malay: pekuburan; Malayalam: ശവക്കോട്ട; Maltese: ċimiterju, midfen; Mansi: савыӈкан; Manx: rhuillick; Maori: urupā, whakauenuku; Mapudungun: eluwe, eltun, eltuwe; Mari Western Mari: шӹгерлӓ; Mirandese: semitério; Mongolian Cyrillic: оршуулгын газар; Mwani: kuzimu; Navajo: jishchááʼ, łeeh dahoʼdiiʼníiłgi; Nepali: चिहान; Norman: chymetyire, chînm'tchiéthe; Northern Northern Sami: girkogárdi, hávdeeanan; Northern Norwegian Bokmål: kirkegård, gravlund, leggplass, gravplass; Nynorsk: kyrkjegard, gravlund, gravplass; Occitan: cementèri, sagrat; Old English: līctūn; Pali: susāna; Papiamentu: santana, graf; Pashto: جېرګه‎, قبرستان‎, ګورستان‎, مړستون‎; Persian: قبرستان‎, گورستان‎; Picard: chimintière; Plautdietsch: Kjoakjhoff, Graufhoff, Frädhoff; Polish: cmentarz, cmentarny; Portuguese: cemitério; Punjabi: ਕਬਰਸਤਾਨ; Quechua: ayapampa; Rohingya: hoborstán, koborstán; Romagnol: camsãnt; Romanian: cimitir, țintirim; Romansch: santeri, santieri, sunteri; Russian: кладбище, киркут; Saanich: šməlq̕ʷelə; Samoan Plantation Pidgin: matmat; Sanskrit: श्मशान; Scottish Gaelic: cladh; Serbo-Croatian Cyrillic: гробље, мезарје, гробиштe, пoкoпaлиштe, гробје, мезарлук; Roman: groblje, mezarje, grobište, pokopalište, grobje, mezarluk; Sicilian: cimiciaru, cimiteru, campusantu; Silesian: smyntorz, kyrchof, kerchůw; Sinhalese: ආළාහනය; Slovak: cintorín; Slovene: pokopališče, britof; Somali: xabaalo; Sorbian Lower Sorbian: kjarchob, zakopowanišćo; Upper Sorbian: kěrchow; Spanish: cementerio, campo santo, camposanto, panteón; Sranan Tongo: berpe, beripe; Sundanese: pakuburan; Swahili: makaburi; Swedish: begravningsplats, kyrkogård; Tagalog: sementeryo; Tajik: гӯристон, қабристон; Tamil: இடுகாடு; Tatar: зират, каберлек; Telugu: వల్లకాడు, శ్మశానము, రుద్రభూమి, శ్మశానవాటిక; Thai: ป่าช้า, สุสาน, ที่ฝังศพ; Tibetan: དུར་ཁྲོད; Tigre: መቓብር; Tigrinya: መካነ-መቓብር; Tocharian B: erkau; Tok Pisin: matmat; Turkish: mezarlık, kabristan, mezaristan, gömütlük, tahtalıköy; Turkmen: mazarlyk, mazarçylyk; Ukrainian: цвинтар, кладовище, кладовище, кладовисько, гробки, гробовище, могилки, кіркут; Urdu: قبرستان‎, گورستان‎; Uyghur: قەبرىستانلىق‎, مازار‎; Uzbek: qabriston, goʻriston; Veps: kaumišt; Vietnamese: nghĩa trang, nghĩa địa, bãi tha ma; Vilamovian: kiychhöf; Volapük: sepülemöp, sepülamöp, funafeil, deadanöp; Walloon: aite, cimintire; Waray-Waray: sementeryo; Wayuu: aamaka; Welsh: claddfa, mynwent, corfflan; West Frisian: tsjerkhôf, begraafplak; Westrobothnian: gravabakk; Wolof: baameel; Yiddish: בית־עולם‎, קבֿרות‎, צווינטער‎; Yurok: kowištewoƚ