τεζιάκι

Revision as of 08:59, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τεζάκι και τεζάχι, το, Ν
πάγκος καταστήματος πάνω στον οποίο γίνεται η ζύγιση, η μέτρηση και οι σχετικές δοσοληψίες ή όπου είναι τοποθετημένα τα ποτήρια και οι φιάλες τών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tezgâh].