προσσυμβάλλομαι

Revision as of 14:44, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

Med., contribute to besides or contribute at the same time, abs., Hp. Fract. 27; πρός τι Id. Art. 30; cf. προσσυλλαμβάνω.

German (Pape)

[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v.l. zum Vor.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-συμβάλλομαι bovendien bijdragen.

Russian (Dvoretsky)

προσσυμβάλλομαι: староатт. προσξυμβάλλομαι содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

προσσυμβάλλομαι: Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

Mid. to contribute to besides or at the same time, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to their eagerness, Thuc.

Lexicon Thucydideum

insuper conferre, to bring besides, 3.36.2, [vulgo commonly προσξυνελάβοντο]