ἀμείνων

Revision as of 15:37, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀμείνον, gen. ονος, irreg. Comp. of ἀγαθός,
A better:
I of persons, stouter, stronger, braver, freq. Hom., etc.: μέγ' ἀ. Il.22.158; πολλὸν ἀ. Hes.Op.19: c. acc. vel inf., ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Il.15.641, cf. Hes.Op.445, A.Pr.337, etc.; οἱ ἀμείνονες = the better sort, Pl.Lg.627a.
II of things, ὀμίχλην νυκτὸς ἀμείνω Il.3.11; esp. from Hom. downwds., ἄμεινον, ἄμεινόν ἐστι = it is better, either c. inf., ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον Il.1.274, cf. S.El.1238, etc.; or ἄμεινόν ἐστι or γίγνεταί τινι c. part., εἴ σφι ἄμεινον γίγνεται τιμωρέουσι if it is good for them to assist, Hdt.7.169, cf. Th.1.118, 6.9: abs., εἰ τό γ' ἄμεινον Il.1.116; βουλοίμην . . εἴ τι ἄμεινον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοί Pl.Ap.19a; freq. with neg., οὐ γὰρ ἄμεινον = 'twere better not, Hes.Op.750, Hdt.1.187; εἰρήσεται γάρ, εἴτ' ἄμεινον εἴτε μή D.21.198.
2 neut. as adverb, ἄμεινον πρήσσειν to fare better, Hdt.4.156 sq., etc.; συνήνεικεν Ἀθηναίοις ἐπὶ τὸ ἄμεινον Decr. ap. And.1.77, cf. Orac. ap. D.43.86; τὰ ἀμείνω φρονέειν choose the better part, Hdt.7.145; τοῖσι τὰ ἀμείνω ἑάνδανε Id.9.19.
III Adv. ἀμεινόνως Ar.Fr.340.
IV new Comp. ἀμεινότερος, α, ον, formed from ἀμείνων, Mimn.14.9, Poet. ap. Phld. Rh.2.61S.<

Spanish (DGE)

-ον, gen. -ονος
• Morfología: [compar. ἀμεινότερος, -α, -ον Mimn.13.9, poeta en Phld.Rh.2.61; declinado como tema en sigma (ac. ἀμείνω, nom. plu. ἀμείνους, etc.) o en nasal (ἀμείνονες, ἀμείνονα, etc.)]
compar. supletivo de ἀγαθός
I de pers.
1 más vigoroso o valiente ὅτ' ἀμείνονι φωτὶ μάχοιτο Il.11.543 (ap. crít.), εἰ ἄρα τι καὶ σὺ ἀμείνους ποιήσαις τοὺς στρατιώτας; X.Cyr.3.3.49, νῦν δὲ πειρᾶσθαι χρὴ ἔτι ἀμείνους γίγνεσθαι X.HG 5.1.16
reforzado c. μέγα, πολλόν, etc. δίωκε δέ μιν μέγ' ἀμείνων le perseguía uno mucho más valiente, Il.22.158
c. segundo término de compar., en gen. Ἀχιλῆα, ἕο μέγ' ἀμείνονα φῶτα, ἠτίμησεν Il.2.239, ὅ περ σέο πολλὸν ἀμείνων Il.7.114, οὐ πατρὸς ἀμείνων Il.1.404, ἀ. σεῖο Il.5.411, οὐ γάρ τις κείνου δηίων ἔτ' ἀμεινότερος φώς Mimn.13.9, Ῥωμαίους Λακεδαιμονίων ἀμείνους ἄν τις ... κρίνειεν Plb.9.9.6, τίς γὰρ ἂν ἐκείνων ἀμείνους ἄνδρας κρίνειεν ...; D.S.11.11.
2 más eficiente, más ducho, más experto c. una determinación ἀγορῇ Il.4.400, ἀ. παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Il.15.641, τοῦ δ' οὔ τι νεώτερος ἄλλος ἀμείνων σπέρματα δάσσασθαι Hes.Op.445, πολλῷ γ' ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτόν eres mucho más hábil en inspirar sabiduría a los otros que a tí mismo A.Pr.335.
3 de linaje mejor, más noble ἀνδρὸς δ' εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Hes.Op.285, ἐξ ἀμείνονος πατρός E.El.338, op. πλῆθος Pl.Lg.627a, ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε μὲν τῶν ἀμεινόνων προίστασθαι aquél dijo representar a los nobles D.C.42.29.2.
4 moralmente mejor ἐν πενίῃ δ' ὅς τε δειλὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὸν ἀμείνων φαίνεται (cf. I 3) Thgn.393, ἄνδρες ἀ. Hdt.6.137, οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι Pl.Ap.30d, νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν op. πονηρὸς ... ἀνὴρ ... οὐδὲν ὢν τὸ πρίν E.Supp.423 (cf. I 3), τὰς ἀμεινόνων φρένας op. implícitamente a τὰς τῶν κακῶν E.Fr.644.
5 en sent. banal mejor de una de las dos Erides ἀνδράσι πολλὸν ἀμείνω Hes.Op.19
c. gen. segundo término de la compar.: (dijeron que Cambises era) ἀμείνων τοῦ πατρός Hdt.3.34, εἰσὶν ἀμείνους δύο ἑνός dos son mejor que uno Sm.Ec.4.9
abs. ἐὰν ὀσι ἐπιτε̄́δειοι Ἀθɛ̄ναίοις ὅσπερ τε νῦν καὶ ἔτι ἀμείνος IG 12.57.12 (V a.C.), θεῶν ἀμεινόνων τυχεῖν E.Heracl.351.
II de cosas y abstr.
1 c. gen. segundo término de compar. mejor, más conveniente, preferible ὀμίχλην ... κλέπτῃ δέ τε νυκτὸς ἀμείνω Il.3.11, μῦθον ἀμείνονα τοῦδε Il.7.358, τῆσδέ γ' ἀμείνονα μῆτιν Il.14.107, κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ' ἀμείνων Od.22.374, ἡ δὲ δυωδεκάτη (ἡμέρα) τῆς ἐνδεκάτης μέγ' ἀμείνων Hes.Op.776, ῥώμης γὰρ ἀμείνων ... σοφίη Xenoph.2.11, μηδ' αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον' ἡγήσῃ ποτέ no juzgues jamás que la arrogancia es mejor que la cordura A.Pr.1035, προνοίας οὐδὲν ... κέρδος ... ἄμεινον S.El.1016, ἀμείνον' ἔπη τούτων Ar.V.1047
sin régimen de compar. φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων Il.9.256, πλεόνων δέ τε ἔργον ἄμεινον mejor es el trabajo de muchos, Il.12.412, τὴν ἀμείνω (γνώμην) ... ἐλέσθαι Hdt.7.10α, cf. E.Ph.1200, τύχη Pl.Lg.924a, ἐλπίς Paus.7.15.3, ζωή D.Chr.4.89, αἵρεσις POxy.716.21 (II a.C.), χῶρος IUrb.Rom.1146.1 (III a.C.).
2 neutr. c. or. nominal pura es mejor εἰ τό γ' ἄμεινον Il.1.116, ἄ. καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοί Pl.Ap.19a
c. inf. ἀλεξέμεναι γὰρ ἄμεινον Il.11.469, πείθεσθαι ἄμεινον Il.1.274, σιγᾶν ἄμεινον S.El.1238
c. part. τὸ κακὸν κατακείμενον ἔνδον ἄμεινον = es mejor guardar dentro un mal pensamiento Thgn.423
c. or. copulativa en las mismas constr. οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι πατρὸς καὶ μητρὸς ἄμεινον ἔπλετο Thgn.131, εἴ σφι ἄμεινον τιμωρέουσι γίνεται τῇ Ἑλλάδι si es mejor para ellos socorrer a Grecia Hdt.7.169, cf. Th.1.118
c. inf. ἦν ἄμεινον οἴεσθαι Plb.3.15.10, cf. PSarap.87.3 (II a.C.)
subst. τὸ ἄμεινον, τὰ ἀμείνω = lo mejor, lo más conveniente Decr. en And.Myst.77, Hdt.7.145, sin art. ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν ἀμείνονα Men.Mon.306
pero τὸ ἄμεινον = mejoría Hp.Epid.1.26.
3 neutr. como adv. mejor ἄμεινον ἐρεῖ Mimn.7.2, ἄμεινον πρήξειν = tener más éxito Hdt.4.156
c. gen. ἄμεινον γὰρ ἐμοῦ οἶδας PAlex.Giss.38.17.
III adv. ἀμεινόνως = mejor Ar.Fr.340.
• Etimología: No es segura la interpretación como ἀ- priv. y raíz *mei-/mi- ‘disminuir’ que se encuentra en gr. μινύθω, lat. minor, ai. mināti.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἀγαθός;
meilleur, plus fort, plus brave, plus vertueux, plus précieux ; ἄμεινόν ἐστι ou simpl. ἄμεινον avec l'inf. il vaut mieux ; abs. εἰ τό γ' ἄμεινον si toutefois cela vaut mieux.
Étymologie: cf. lat. melior.

German (Pape)

ἄμεινον (entst. aus *ἀμενίων) Kompar. zu ἀγαθός, tüchtiger, besser, von Sachen zwechdienlicher, von Personen bes. mutiger, kräftiger; Hom. z.B. Il. 2.239 Ἀχιλῆα, ἕο μέγ' ἀμείνονα φῶτα, 4.400 εἷο χέρηα μάχῃ, ἀγορῇ δέ τ' ἀμείνω, 15.139 τοῦ γε βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων, 641 τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι, 23.315 μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν, Od. 2.180 ταῦτα δ' ἐγὼ σέο πολλὸν ἀμείνων μαντεύεσθαι, 7.51 θαρσαλέος γὰρ ἀνηρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν τελέθει, Il. 10.556 ἀμείνονας ἠέ περ οἵδε ἵππους, 12.232 ἄλλον μῦθον ἀμείνονα τοῦδε, Od. 14.466 ἔπος ὅ πέρ τ' ἄρρητον ἄμεινον, 7.310 ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα, Il. 1.274 ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον, 116 εἰ τό γ' ἄμεινον, 217 ἃς γὰρ ἄμεινον; Il. 24.52 οὐ μήν οἱ τό γε κάλλιον οὐδέ τ' ἄμεινον, homerisch der Kompar. statt des posit.; Od. 1.376, 2.141 ὕμιν δοκέει τόδε λωίτερον καὶ ἄμεινον ἔμμεναι, 5.364 ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον, – οἱ ἀμείνονες, im Gegensatz des πλῆθος, die Angesehenen, die Aristokraten, optimates, Plat. Legg. I.627a; ἐξ ἀμείνονος πατρός Eur. El. 338; ἀμείνω μοί ἐστι ταῦτα οὕτω ποιεόμενα, es ist besser für mich, daß dies so geschieht, Her. 1.37, und so Sp.; ἄμεινον πράττειν, sich besser befinden, Isocr. 5.132; – ἀμεινότερος bildete Mimnerm. nach Phrynich.; – ἀμεινόνως Ar. in B.A. 78.

Russian (Dvoretsky)

ἀμείνων: 2, gen. ονος (ᾰ) [compar. к ἀγαθός лучший, Hom. часто вм. posit. хороший: οἱ ἀμείνονες Plat. высший класс, знать; ἐπὶ τὸ ἄμεινόν τινι εἶναι Dem. соответствовать чьим-л. интересам.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείνων: -ον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, = καλλίτερος (ἴδε ἐν τέλ.): Ι. ἐπὶ προσώπ., ἱκανώτερος, εὐρωστότερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, συχν. παρ’ Ὁμήρ. κτλ.: οἱ ἀμείνονες, οἱ καλλίτεροι, ἀξιώτεροι, Λατ. optimates, Πλάτ. Νόμ. 627Α: ἴδε ἐν λέξ. ἀγαθός. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καλλίτερος, ἁρμοδιώτερος, Ἰλ. Α. 116, 274, Γ. 11· μέγ’ ἀμ. Ἰλ. Χ. 158, κτλ.: πολλὸν ἀμ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 19: μετ’ αἰτ. ἢ ἀπαρεμφ. ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Ἰλ. Ο. 641, πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 443. Αἰσχύλ. Πρ. 335, κτλ. 2) ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ἄμεινόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον ἢ ἁπλῶς, εἶναι καλόν: μετ’ ἀπαρεμφ. ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον Ἰλ. Α. 274. οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἢ, ἄμεινόν ἐστι ἢ γίγνεταί τινι μετὰ μετοχῆς εἴ σφι ἄμεινον γίνεται τιμωρέουσι, ἂν εἶναι καλὸν δι’ αὐτοὺς νὰ βοηθήσωσι, Ἡροδ. 7. 169, πρβλ. Θουκ. 1. 118., 6. 9: - οὕτω καὶ ἀπολ. εἰ τό γ’ ἄμεινον Ἰλ. Α.116, Ἡρόδ. 1. 187· βουλοίμην... εἴ τι ἄμεινον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ Πλάτ. Ἀπολ. 19Α· συχν. μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἄμεινον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν (Ὀδ. Η. 159)· οὐ μέντοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 750, Ἡρόδ. 1.187· εἰρήσεται γάρ, εἴτ’ ἄμεινον εἴτε μή, Δημ. 578. 12. 3) οὐδ. ὡς ἐπίρρ. ἄμ. πρήσσειν, «ζῶ ἢ περνῶ» καλλίτερα, Ἡρόδ. 4.156, κἑξ. κτλ.: οὕτως, ἔστι τινὶ ἐπὶ τὸ ἄμεινον, Ψήφ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 35, πρβλ. μαντείαν παρὰ Δημ. 1072. 15: ὡσαύτως, τὰ ἀμείνω φρονεῖν, συγκαταλέγεσθαι μετὰ τῆς καλῆς μερίδος (τῶν Ἑλλήνων), Ἡρόδ. 7.145· τοῖσι τὰ ἀμ. ἐάνδανε ὁ αὐτ. 9.19. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀμεινόνως εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321. IV. ἕτερον συγκριτικὸν ἀμεινότερος, α, ον, ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἀμείνων ἀπαντᾷ παρὰ Μιμνέρμ. 13. 9, καὶ παρ’ Ἀνων. ἐν Φίλων: 2. 500. [Ἡ ἀρχικὴ ῥίζα ἴσως διετηρήθη ἑν τῷ παλαιῷ Λατ. manus = (bonus), ὁπόθεν τὸ mane (= ἐγκαίρως), Mānes (ἀγαθὰ πνεύματα, αἱ σκιαὶ τῶν τεθνεώτων), im-mānis].

English (Autenrieth)

ον, irreg. comp. of ἀγαθός: better. For implied meanings, see ἀγαθός.

Greek Monolingual

ἀμείνων (-ονος), -ον (Α)
συγκριτικό του επιθέτου αγαθός
1. ικανότερος, γενναιότερος
2. προτιμότερος, ωφελιμότερος
3. τὰ ἀμείνω
το σωστό, το δίκαιο
4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό του εὖ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού του επιθ. ἀγαθός, που χρησιμοποιείται συχνά στον Όμηρο, καθώς και στην ιωνική-αττική πεζογραφία και ποίηση. Η λ. δεν απαντά στα μεταγενέστερα έργα και είναι άγνωστη στην Καινή Διαθήκη. Στον Μίμνερμο απαντά και τ. ἀμεινότερος]. Η λ. σημαίνει κυρίως «αυτός που αξίζει περισσότερο, καλύτερος» και ως προσδιορισμός προσώπων έχει συνήθως τη σημασία «ικανότερος, γενναιότερος». Ετυμολογικά ο τ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Το γεγονός ότι στην αττική διάλεκτο μαρτυρούνται κύρια ονόματα με αρχικό θ. Ἀμειν- οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δίφθογγος -ει- του τ. ἀμείνων πρέπει να είναι αρχική, δηλ. γνήσια και όχι προϊόν αντεκτάσεως από αρχικό τ. ἀμεν-yōν (ἀμεν- αρχικό θ. και yōν- ληκτικό μόρφημα του συγκριτικού βαθμού). Εξάλλου, τίποτε δεν αποδεικνύει την ύπαρξη στη λ. αρχικής καταλήξεως -yōν. Με βάση την παραπάνω άποψη, ο Osthoff υποστηρίζει ότι η λ. προήλθε από τ. ουδετέρου ἄμεινον < - στερητ. + μεῖνoν «μείωση». Κατά τον Seiler δε η λ. προήλθε από αρχικό τ. ἀμειν-yōν < α- στερητ. + μείνyōν (< μινύς, πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου μινύζωον «ολιγόβιον»)].

Greek Monotonic

ἀμείνων: -ον, γεν. -ονος, ανώμ. συγκρ. του ἀγαθός, I.1. καλύτερος, ικανότερος, ευρωστότερος, ισχυρότερος, γενναιότερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. ἀγαθός II. λέγεται για πράγματα, καλύτερος, καταλληλότερος, στον ίδ.
2. ἄμεινόν (ἐστι), είναι καλύτερο, με απαρ., ἐπεί πείθεσθαι ἄμεινον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αρνητ., οὐ γὰρ ἄμεινον, δεν ήταν καλύτερο, σε Ηρόδ.
3. τὰ ἀμείνω φρονέειν, διαλέγει το καλύτερο μέρος, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: better, stronger, more advantageous (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Attic proper names with Ἀμειν- are supposed to show that the -ει is a real diphtong, so not from *ἀμενι̯ων. Seiler Steigerungsformen 120 assumes *ἀ-μεινι̯ων, from *μινύς. DELG remarks that a suffix -yon- is uncertain and that the word could be an old positive. Note that a root *h₂mein- is impossible in IE (so *h₂mei-n-). No etym.

Middle Liddell

[irreg. comp. of ἀγαθός
1. better, abler, stronger, braver, Hom., etc.; v. ἀγαθός.
II. of things, better, fitter, Hom.
2. ἄμεινόν [ἐστι] 'tis better, c. inf., ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον Il., etc.; with negat., οὐ γὰρ ἄμεινον 'twere better not, Hdt.
3. τὰ ἀμείνω φρονέειν to choose the better part, Hdt.

Frisk Etymology German

ἀμείνων: {ameínōn}
Meaning: besser, tüchtiger, vorteilhafter (alt und häufig).
Etymology: Enthält echtes ει, somit nicht aus *ἀμενι̯ων. — Unerklärt. Nach Osthoff MU 6, 303ff. aus einem Neutrum ἄμεινον, d. h. α privativum + Subst. *μεῖνον Minderung hervorgegangen, das als Komparativ umgedeutet und als Komparativ flektiert worden wäre. Seiler Steigerungsformen 120, wo weitere Lit., führt ἀμείνων auf *ἀμεινι̯ων, zu *μινύς, zurück.
Page 1,91

Lexicon Thucydideum

melior, praestanlior, better, superior, 1.143.1, 3.57.1, 3.65.3, 3.67.5, 3.82.2,
id quod magis expedit, that which is more advantageous, 1.118.3, 1.138.3, 2.17.1, 3.43.2, 3.48.1, 4.19.1, 4.91.1, 6.9.1, 6.33.4,
satius esse videtur, it seems better, 1.91.5. 1.91.6. 1.141.1. 5.43.2. 5.47.12. 6.34.2. 6.99.2. 8.92.10.
adv. adverbially melius, better, 1.82.2, 1.82.4, 2.11.4, 2.84.2, 2.87.6. 2.89.8. Ibid. in the same place 3.37.3, 3.42.5, 3.46.2, 3.82.8, 5.115.4, 6.37.1, 8.35.4.

Translations

better

Alviri-Vidari Vidari: ودرتر‎; Arabic: أَفْضَل‎, أَحْسَن‎; Armenian: ավելի լավ; Assamese: -কৈ ভাল; Basque: hobe; Belarusian: лепшы; Bengali: আরও ভাল, আফজল; Breton: gwell, gwelloc'h; Bulgarian: по-добър; Catalan: millor; Chinese Mandarin: 更好, 比較好的/比较好的, 較好的/较好的; Cornish: gwell; Czech: lepší; Danish: bedre; Dutch: beter; Esperanto: pli bona; Estonian: parem; Faroese: betri; Finnish: parempi; French: meilleur; Friulian: miôr; Galician: mellor; Georgian: უკეთესი, უმჯობესი; German: besser; Gothic: 𐌱𐌰𐍄𐌹𐌶𐌰; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων, καλλίων, βέλτερος, ἀμείνων, λωΐων, λῴων, φέρτερος, ὑπέρτερος; Hindi: बेहतर; Hungarian: jobb; Icelandic: betri; Ido: plu bona, maxim; Interlingua: melior; Irish: níos fearr; Italian: migliore, meglio; Japanese: もっといい, より良い; Karelian: parempi; Korean: 더 좋은; Ladin: miec; Latin: melior, potior; Macedonian: подобар; Malay: lebih baik, lebih bagus; Neapolitan: meglio; Norman: miyeu; Norwegian Bokmål: bedre; Nynorsk: betre; Occitan: melhor; Old English: betera; Persian: بِهتَر‎, بختر‎; Plautdietsch: bäta; Polish: lepszy; Portuguese: melhor; Romani: feder; Romanian: mai bun, mai bine; Romansch: meglier; Russian: лучше, лучший; Sanskrit: श्रेयस्; Sardinian: megnus, mellus; Scottish Gaelic: nas fheàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ље̄; Roman: bȍljē, bolji; Sicilian: megghiu; Slovak: lepší; Slovene: bóljši; Spanish: mejor; Swahili: bora; Swedish: bättre; Thai: ดีกว่า; Turkish: daha iyi; Ukrainian: кращий, лі́пший; Urdu: بہتر‎; Venetian: mejo; Veps: paremba; Vietnamese: tốt hơn, khá hơn, khoẻ hơn; Volapük: gudikum; Võro: parõmb; Walloon: meyeu; Welsh: gwell; Yakut: бэт; Yiddish: בעסער‎